Η παράσταση που ξέραμε να στήσουμε
Γιατί κάποια πράγματα δεν τελειώνουν
ποτέ.
Νύχτα. Σκοτάδι.
Αναμνήσεις.
Πάει πολλής καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα κάτι τέτοιες ώρες. Έχει μεγάλη σημασία αυτό που σας λέω.
Όχι
σήμερα δεν έχω κάνω καμιά προειδοποίηση.
Σήμερα
γράφω μόνος για ένα θέμα σκοτεινό, που λίγοι ασχολήθηκαν μαζί
του.
Καλησπέρα,
Είναι βράδυ Παρασκευής και κοντεύει 10.15
μ.μ. Αρχίζω να ψάχνω εναγωνίως μια αφορμή για να σας γράψω όσα έχω
σκεφτεί. Τελικά κάτι βρίσκω.
Ένα από τα πολλά προηγούμενα βράδια ήμουν έξω με παρέα και κοπανούσαμε μερικές corona σε κάποιο μπαράκι της Πανόρμου. Μιλήσαμε για διάφορα θέματα
προσωπικής φύσεως (ναι, γκομενικά ήταν).
Όταν ήρθε η κουβέντα σε μένα, μετά από τη πλέον τετριμμένη ερώτηση: «πως πάει
ρε;», εγώ δεν είχα να πω πολλά. «Τα
ίδια βαρετά γεγονότα, όπως τα ξέρετε» απάντησα, για να συμπληρώσω στην
συνέχεια: «Πρέπει να κάνουμε όμως κάτι
γι’ αυτό. Το μυαλό άλλωστε είναι ο κινητήρας της σκέψης και η βενζίνη το
αλκοόλ. Γι’ αυτό τέρμα οι μπύρες, ώρα για κάτι αλκοολούχο».
Απόψε, γύρω στις 10.30 μ.μ. διαπιστώνω πως αυτό το «αθώο» ψέμα για το αλκοόλ
και την μπύρα δεν πρόκειται να πείσει κανένα ως αφορμή αυτού του
άρθρου. Είναι η αλήθεια. Η ιστορία
μας έχει όμως συνέχεια.
Κατάφερα να γυρίσω ξανά στο σπίτι γεμάτος
θλίψη, πως για ένα ακόμα βράδυ τα
προβλήματα μου θα έμεναν άλυτα. Όπως ήταν φυσικό «ξεράθηκα» στον ύπνο. Φτάνει το πρωί και η ανθρώπινη φύση μαζί με την αιθανόλη
με τιμωρούν (ως συνήθως) προσφέροντας μου απλόχερα έναν απίστευτο πονοκέφαλο και υπνηλία. Ετοιμάζομαι,
στολίζομαι, παρφουμαρίζομαι και ξεκινάω «κουτουλώντας»
να πάω στο μάθημα. Το σκηνικό και εκεί γνώριμο. Λίγοι και καλοί φίλοι, αρκετοί γνωστοί αλλά και πολλοί άλλοι. Φυσικά, δεν θα μπορούσαν να εκλείπουν και κάποιοι συγκεκριμένοι, που σίγουρα πλέον δεν διατηρούμε και τις καλύτερες σχέσεις.
Κανένα δεν εκπλήσσουν αυτά. Πολλή ώρα λοιπόν περιστρέφω το αποψινό μας
θέμα γύρω από ένα συγκεκριμένο άξονα. Δεν είναι ψέμα. Αυτό το βράδυ κινούμαστε στα όρια του ψεύδους και της αλήθειας.
Αγγίζουμε τον πυρήνα της υποκρισίας.
Κάποιος θα περίμενε να ορίσω
την έννοια «υποκρισία». Πιστεύω ωστόσο, πως
ο καθένας έχει να μια άποψη για το περιεχόμενο του όρου. Αν πάλι όχι,
μπορεί να ανατρέξει σε κάποιο λεξικό
(ορίστε ένα). Παρ' όλα είμαι σχεδόν βέβαιος πως κάτι τέτοιο δεν θα χρειαστεί,
καθώς ο συγκεκριμένος (όρος) διέπει τα πάντα τριγύρω μας.
Οφείλουμε λοιπόν να ψάξουμε για
πηγή της υποκρισίας, που είναι φυσικά το ψέμα. Η σχέση που διατηρεί ο άνθρωπος
με αυτό είναι αν μη τι άλλο άξια παρατήρησης και συγκρίσεων. Αυτός ο ισχυρισμός αποκτά νόημα από
ένα πολύ βασικό γεγονός· κανείς δεν μας δίδαξε πως να αισθανόμαστε.
Μόνοι μας μάθαμε να αγαπάμε, να
μισούμε, να πονάμε κ.α. Μόνοι μας επίσης αρχίσαμε να λέμε ψέματα για να προστατεύσουμε είτε εμάς τους ίδιους, είτε τους γύρω
μας. Με άλλα λόγια νοιώσαμε πως εκείνη την στιγμή αυτό ήταν το σωστό και αυτό κάναμε.
Γενικά αν και κρατώ επιφυλάξεις για το αν πράγματι γνωρίζουμε καλά τα
προηγούμενα συναισθήματα, για ένα από αυτά είμαι σίγουρος. Στην ανάγκη για υπόκριση είμαστε όλοι οι άνθρωποι πάρα πολλοί καλοί.
Μιλώντας με ειλικρίνεια, δεν με
ενδιέφερε ποτέ η επιφανειακή προσέγγιση τόσο ανθρώπων όσο και καταστάσεων.
Γι’ αυτό απέφυγα να ορίσω την «υποκρισία»,
αφού τον καθένα κι αν ρωτήσεις θα ξέρει να σου πει δύο λόγια. Από τη στιγμή
λοιπόν που δεν θα δώσω κανέναν ορισμό, κρίνω σκόπιμο να σας παρουσιάσω κάποια συγκεκριμένα στοιχεία
γι’ αυτήν.
Η «υποκρισία», όπως ονομάζεται σήμερα, είναι το νόθο παιδί της αρχαιοελληνικής «υπόκρισης». Η «υπόκριση»
ήταν στην αρχαία Ελλάδα η τέχνη της μίμησης,
η οποία εισήχθη από τους τραγικούς Αισχύλο,
Σοφοκλή και Ευριπίδη. Αυτός όμως που την αξιοποίησε
με τρόπο τέτοιο που να πλησιάζει
την νεοελληνική «υποκρισία» ήταν ο
Αριστοφάνης. Αυτοί οι άνθρωποι, αφού την εξέλιξαν,
τη δίδαξαν σε αυτούς που εμείς σήμερα καλούμε «ηθοποιούς», γιατί μας ενοχλεί φυσικά ο αρχαιοελληνικός όρος «υποκριτές». Διατηρήσαμε όμως το όνομα
της τέχνης – υποκριτική λέμε.
Τα χρόνια πέρασαν και πολλοί κατάλαβαν πως αυτή η τέχνη είχε να προσφέρει, όχι όμως με τον τρόπο που όλοι θα επιθυμούσαμε. Την υιοθέτησαν
οι πολιτικοί ανά τους αιώνες, την τελειοποιήσαν και
δημιουργήθηκε αυτό που καλούμε «υποκρισία». Δεν είναι όμως οι πολιτικοί οι μόνοι υπεύθυνοι. Άλλωστε η ανάγκη για εξαπάτηση ανέκαθεν έτρεχε μες στις φλέβες του ανθρώπινου είδους. Πολλά χρόνια αργότερα, η αρχαία Ελλάδα, ο φάρος
τους πολιτισμού, κάποιους αιώνες αργότερα θα γινόταν δέκτης ενός αντιδανείου της τέχνης που δημιούργησε.
Την «υποκρισία» διδάχτηκαν οι Έλληνες πολιτικοί στην πλειονότητα τους, εξέλιξαν και την ανύψωσαν σε άλλα επίπεδα, ως νέοι τραγικοί (θα στεκόταν και σκέτο) ποιητές.
Αναμφίβολα η υποκρισία είναι και αυτή τέχνη.
Η επιτυχία της μάλιστα έγκειται στο να είναι πειστική η εκδήλωση της, είτε αυτή λέγεται ψέμα είτε κοροϊδία κ.ο.κ.
Πλέον πρέπει κάποιος να είναι αρκετά ικανός
για να πει ένα ψέμα της προκοπής. Η πολιτική κατάσταση του κράτους μας από
ιδρύσεως του, μας φανερώνει πως οι πολιτικοί μας μάλλον ήταν ικανότατοι σε αυτόν τον τομέα, για αυτό και
η χώρα πάει από το κακό στο χειρότερο.
Παρ' όλα αυτά δεν χάσαμε και την
μητέρα τέχνη (υπόκριση). Έχουμε
ακόμα και σήμερα θεατρικές παραστάσεις και επίσης πολλοί επαγγελματίες
αξιοποιούν στοιχεία της υποκριτικής
τέχνης (κινούμενοι στα όρια) για να κάνουν την δουλειά τους
αποτελεσματικότερη. Τέτοιοι είναι οι δικηγόροι,
οι συμπαθέστατοι νηπιαγωγοί και οι
αγαπητοί συνάδελφοι δάσκαλοι.
Ένας καλός μου φίλος, που συνηθίζει
να κάνει ερωτήσεις σε τέτοιο μοτίβο θα μας έλεγε: «Το θέμα είναι ρε, γιατί να πει κανείς ψέματα;». Η απάντηση στο ερώτημα του: «Everybody Lies» – μια φράση που διαδόθηκε από τον
τηλεοπτικό Dr. Gregory House (Hugh Laurie).
Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται
κανείς και κάποιον ιδιαίτερο λόγο για να πει ψέματα. Κάποιοι άνθρωποι ας πούμε το έχουν στο αίμα τους και το
χρησιμοποιούν κατά βούληση, είτε για να γίνουν
αρεστοί είτε για να ξεφύγουν από
διάφορες καταστάσεις. Κάποιοι άλλοι απλώς αρέσκονται στο να λένε ψέματα συνεχώς, λες και είναι τσακωμένοι με την αλήθεια;
Συγχωρείται λοιπόν η υποκριτική συμπεριφορά; Σε αυτό δεν
μπορώ να σας απαντήσω με λογικά επιχειρήματα, αφού πρέπει να διακρίνουμε
περιπτώσεις. Εξαρτάται θα έλεγα εγώ.
Όχι τόσο από το μέγεθος της κοροϊδίας, όσο από τον άνθρωπο. Το ψέμα καλώς ή κακώς ελέγχεται, όπως συνέβη
στη δική μου περίπτωση. Δηλαδή έχω κάποιους βάσιμους λόγους (εκφράσεις συμπεριφοράς) που σίγουρα θα
έδιωχναν οποιονδήποτε από κοντά μου, όχι μόνο τους ανθρώπους για τους οποίους
σας είπα στην αρχή. Όταν ωστόσο η μεταμέλεια
είναι ειλικρινής και αυτοί οι άνθρωποι υποκριτικά
τη δέχονται, για να απορρίψουν
αργότερα ολόκληρο το πακέτο (αφού το εκμεταλλευτούν), τότε εύκολα καταλαβαίνουμε
ότι έχουμε ξεπεράσει προ πολλού τα
όρια της αντιπάθειας (και του ψεύδους επίσης).
Συγχωρείται μια διαπροσωπική απάτη;
Πάλι εξαρτάται από τον άνθρωπο. Πόσες φορές έχω ακούσει τις εξής δύο
φράσεις από κοπέλες: «Ξέρεις, θέλω να
μείνουμε μόνο φίλοι» και την καταπληκτικότερη «Ξέρεις, θέλω λίγο χρόνο να σκεφτώ». Συνήθως πρόκειται περί απάτης και μην ρωτάς το γιατί, λέει ο Σταμάτης (ο Γονίδης πάλι, μην
μπερδεύεσαι). Όταν θα βρεθείς στη φάση αυτή, ούτε φίλοι θα μείνετε (δεν θα
μιλιέστε για την ακρίβεια) – άρα απάτη –
ούτε στη δεύτερη περίπτωση χρειάζεται να σκεφτεί κάτι. Ψηλέ χωρίζετε, συγγνώμη
που σ' το λέω.
Αν πάλι μιλάμε περί ερωτικής απάτης ή αλλιώς ερωτικής προδοσίας, τότε είμαι σίγουρος πως σχεδόν όλοι θα απαντήσουν
πως δεν συγχωρείται. Αν και μου αρέσει να πηγαίνω κόντρα στις διαδεδομένες απόψεις, στη συγκεκριμένη δεν μπορώ να πω
σε κανέναν τίποτα. Κι αυτό γιατί, μόνο και μόνο στη σκέψη ενός τέτοιου
γεγονότος η φαντασία του καθενός οργιάζει.
Είναι άλλωστε λογικό και αναμενόμενο. Τα έχουμε ξαναπεί, πως
τέτοιες καταστάσεις δεν μπορεί να τις επεξεργαστεί το ανθρώπινο θυμικό. Τότε
εξαπολύουμε αφορισμούς όπως «όλα τα ξεχνάς», κάτι που μας λέει ο Σταμάτης (μην λέμε πάλι τα ίδια).
Αυτό
που πάντα ενοχλούσε τους
ανθρώπους βέβαια, δεν ήταν οι ψεύτικες
εκφράσεις όπως τα λόγια, τα δάκρια και άλλα που μας τα περιγράφει καλύτερα η
Πάολα, αλλά οι προθέσεις. Αν οι προθέσεις είναι ψεύτικες τότε και
υποβαθμίζουν τον ίδιο το σκοπό και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτό. Δυστυχώς τις προθέσεις μπορούμε να τις διακρίνουμε πολύ αργότερα, καθώς κρύβονται καλά πίσω από πράξεις και εκφράσεις.
Όπως ήταν φυσικό, αυτή η θέση «ταρακούνησε» και εμένα γι' αυτα που γράφω. Έφτασα λοιπόν στο σημείο,
φίλοι μου, να μην ξέρω για ποιο λόγο
κάθομαι και γεμίζω σελίδες με όλα αυτά που διαβάζετε κάθε βδομάδα. Στην αρχή βέβαια είχα
ένα στόχο, μα τώρα πλέον αισθάνομαι πως δεν τον υπηρετώ. Γι’ αυτό το λόγο, το
συγκεκριμένο κείμενο είναι το τελευταίο,
τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, που θα διαβάσετε από εμένα. Ίσως και το τελευταίο γενικότερα.
Η ώρα πήγε 12.45 π.μ. Σάββατο πλέον,
πρώτη του Δεκέμβρη, κι εγώ πρέπει να πηγαίνω.
Σίγουρα
έχω πολλά να σκεφτώ.
Το
σύντομο ταξίδι με τις λέξεις πριν
καν αρχίσει, τελειώνει;
Θα
το δούμε.
Θα
κλείσω αυτό το κείμενο περί υποκρισίας,
αυτής της παράστασης που ξέραμε πολύ καλά να στήσουμε έχοντας ως πρωταγωνιστές ανθρώπους δίχως ρόλους
λέγοντας μόνο δύο πράγματα.
Ψεύτες,
ο χρόνος σας τελείωσε και η αυλαία σας έπεσε προ πολλού.
Γιατί
πολύ απλά:
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακούν και
ανέχονται τα ψέματα, τόσο θα υπάρχουν και εκείνοι που τα λένε.
Άλλωστε κάποια πράγματα δεν τελειώνουν
ποτέ.
Ευχαριστώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου