Το αποτύπωμα της ανάμνησης στην αυτοπεποίθηση

Ζυγώνει η νύχτα.

Άλλοι ψάχνουν να βρουν μέσα σε αυτή κάτι καινούριο, όπως ας πούμε μια περιπέτεια. Άλλοι πάλι αναζητούν όσα χάσανε ή δεν κατάφεραν να αποκτήσουν. Υπάρχουν και εκείνοι όμως, για τους οποίους πάντα στεναχωριόμουν. Εκείνοι που ψάχνουν για μια αλλαγή, με μόνο οδηγό την ανάμνηση. Αλλαγή σε κάτι που μάλλον δεν πίστεψαν ποτέ.

Καλησπέρα,

Σε ένα από τα πρώτα μου κείμενα (παρεμπιπτόντως αυτό είναι) στις «Φωναχτές Σκέψεις» ασχολήθηκα με την έννοια της αυτοπεποίθησης καθώς επίσης και με την απώλεια της. Προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τότε τη διαφορά της σε σχέση με άλλες έννοιες που κι αυτές έχουν ως πρώτο συνθετικό την αντωνυμία «αυτό-». Κυρίαρχη βέβαια ήταν η σύγκριση μεταξύ αυτής (της αυτοπεποίθησης) και της αυτοεκτίμησης. Σε αυτό το κείμενο παραδέχομαι πως ο τρόπος που χρησιμοποίησα σε εκείνη την αντιπαραβολή ήταν λίγο ανορθόδοξος. Τι ήρθα λοιπόν να κάνω σήμερα;

Δεν θα ήταν άστοχο αν υπέθετες ότι το παρακάτω κείμενο αποτελεί την συνέχεια όσων έγραφα πριν κάποιους μήνες. Προσωπικά δεν θα το χαρακτήριζα ως συνέχεια εκείνου του άρθρου, αλλά σαν μια πληρέστερη εικόνα του. Αν έχεις ίσως την υπομονή να με ακολουθήσεις σε αυτό που επιχειρώ να διερευνήσω, να ξέρεις πως θα χαρώ πολύ.

Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα δεν είμαι καθόλου καλά. Ενίοτε νιώθω καλύτερα άμα τύχει να μιλήσω με συγκεκριμένους ανθρώπους ή έστω να τους χαιρετίσω, ακόμα κι αν δεν γνωριζόμαστε πολύ καλά. Οι μέρες έχουν ανοίξει, ο καιρός έχει αρχίσει να γίνεται καλοκαιρινός, αλλά τίποτα δεν μου έχει αλλάξει αυτή την κατήφεια. Η σκέψη μου εγκλωβίζεται σε γεγονότα και ανθρώπους που πέρασαν ή βρίσκονται μπροστά μου. Ήταν άλλωστε αρκετά τα όσα βίωσα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Αποκορύφωμα τους αποτελεί η αναπάντεχη (καθ’ όλα τυχαία) συνάντηση με ένα πρόσωπο από το παρελθόν, κάτι που όπως είναι λογικό με γέμισε με μνήμες. Αυτό το γεγονός έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά λίστα από καταστάσεις, οι οποίες κινητοποίησαν τη μνήμη μου· η απουσία φίλων με τους οποίους περάσαμε ωραίες στιγμές, η συνειδητοποίηση κάποιο κυριακάτικο απόγευμα, που περπατούσα στα στενά της γειτονιάς μου, πως τα σχολικά χρόνια πέρασαν καθώς κι άλλα πολλά, θα ήταν ψέμα να σας πω ότι δεν με έχουν επηρεάσει.

Παρόλα αυτά το σημερινό κείμενο δεν σχετίζεται με ‘μένα, ούτε τα προβλήματα μου. Επίσης δεν έχει κάποια σαφή αλλά και ξεχωριστή αφορμή, γεγονός που το διαφοροποιεί απ’ όσα έχω γράψει μέχρι τώρα. Άλλωστε κανέναν δεν πρόκειται να εντυπωσιάσει το γεγονός, πως κάποιος άλλος πάσχει εξαιτίας παρελθόντων εικόνων, τις οποίες κράτησε ως ενθύμιο στο μυαλό του. Είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους και ίσως αυτό να είναι και το μόνο ανακουφιστικό της υπόθεσης – μπορεί πάλι όχι.  Τα γενικευμένα φαινόμενα μάλλον ξέρεις πως χρίζουν προβληματισμού. Ο συγκεκριμένος προβληματισμός αποτελεί και τη δική μου πρόκληση στο να ασχοληθώ και να γράψω όσα ακολουθούν.

Κύριο μου μέλημα θεωρώ πως είναι να αναγνωρίσω τα σημεία ανορθοδοξίας στη σύγκριση για την οποία μίλαγα στην αρχή. Υπέθεσα πρώτα πως η έννοια «αυτοπεποίθηση» ήταν αυτονόητη, γι’ αυτό και δεν την όρισα. Η «αυτοπεποίθηση» λοιπόν χονδροειδώς ορίζεται ως η πίστη στον εαυτό μας. Η άποψη μου βέβαια είναι πως η συγκεκριμένη πρόταση είναι ελλιπής, κι ας με κατηγορήσεις για λεπτολογία. Νομίζω πως είναι κάτι παραπάνω από αυτό· πρόκειται κατ’ εμέ για την πίστη στις προσωπικές μας δυνάμεις, αντοχές, ικανότητες και πράξεις. Θα ήταν άλλωστε ασυνεπές να μιλάμε για προσωπική πίστη, ενώ αυτή εκλείπει σε έναν από τους προαναφερθέντες (κι άλλους ίσως) τομείς. Είναι ευκρινές και μάλλον θα συμφωνήσεις πως αυτοί συναπαρτίζουν τη λεγόμενη «αυτό-εικόνα».

Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς πως ο ορισμός της «αυτό-εικόνας» αναφέρεται καθαρά σε θέματα οπτικής του εαυτού μας. Το πρόβλημα εν προκειμένω βρίσκεται στον καθορισμό της οπτικής. Μπορούμε άραγε να αναγνώσουμε επαρκώς την αυτό-εικόνα μας απαντώντας στο ερώτημα για το τι νομίζουμε πως πιστεύουν οι άλλοι για εμάς; Ή μήπως είναι πιο σωστό να απαντήσουμε σε άλλο ερώτημα σχετικό με το τι πιστεύουμε εμείς για τους εαυτούς μας; Καθώς οι απόψεις διίστανται, το μόνο σίγουρο είναι πως η οποιαδήποτε επιλογή είναι εμπειρική. Κατά την προσωπική μου άποψη το μέτρο της αυτό-εικόνας βρίσκεται στο τι πιστεύουμε οι ίδιοι για εμάς.

Με άλλα λόγια, μέτρο της αυτό-εικόνας είναι η αυτοεκτίμηση. Η «αυτοεκτίμηση» άλλωστε αντιπροσωπεύει την ολοκληρωμένη συναισθηματική αξιολόγηση (ή εκτίμηση, εξ’ ου και το όνομα της), ενός ατόμου για τον εαυτό του. Το δεύτερο και τελευταίο σημείο ανορθοδοξίας στην αντιπαραβολή που είχα επιχειρήσει, έγκειται ακριβώς στον ορισμό της αυτοεκτίμησης. Σκεπτόμενος λογικά και προχωρώντας τον παραπάνω ορισμό ένα βήμα παρακάτω αναγνώρισα στην αυτοεκτίμηση ιδιότητες που ναι μεν έχει σε κάποιο βάθος, παρόλα αυτά η μοντέρνα ψυχολογία έχει ορίσει άλλες έννοιες (συνώνυμες ή κοντινές συνώνυμες) για αυτές, τις οποίες όμως ανέφερα. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό είναι πως στην αυτοεκτίμηση αναγνωρίζουμε μια διαδικασία αξιολόγησης. Άρα αυτό-αξιολόγηση και αυτοεκτίμηση ταυτίζονται υπό μια έννοια.            

Έχω κάνει πολλές κουβέντες με ανθρώπους σχετικά με την αυτοπεποίθηση. Οι περισσότεροι πάντοτε κατέληγαν πως είναι σημαντικό, όταν κάποιος έχει πρόβλημα αυτοπεποίθησης, να προχωρήσει σε μια εσωτερική αναζήτηση με σκοπό να το λύσει· χωρίς να τα βλέπει όλα μαύρα. Δεν διαφωνούσα μαζί τους, αν και οι περισσότεροι αυτό καταλάβαιναν. Γενικά είναι προφανής νομίζω η ανάγκη να γνωρίζουμε το τι πιστεύουμε, οπότε γρήγορα κατάλαβα πως στην προκείμενη περίπτωση εκείνοι οι άνθρωποι ονόμαζαν την αυτοεκτίμηση ως «εσωτερική αναζήτηση». Αν μη τι άλλο αυτός ο συσχετισμός δεν πάσχει από λογικής πλευράς. Το ζήτημα είναι πως με την εν λόγω εσωτερική αναζήτηση υπάρχει ή πιθανότητα να οδηγηθεί το άτομο στην άποψη ότι τα πάντα είναι «μαύρα», κι αυτή να μην είναι πεσιμιστική ή εκμηδενιστική αλλά αληθής.

Προκύπτει ωστόσο μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με την επονομαζόμενη «εσωτερική αναζήτηση», για την οποία μιλούσαμε ακριβώς από πάνω. Ας πούμε: «Πώς γίνεται;», «Υπάρχει κάποιος σταθερός τρόπος;», «Μαθαίνεται;», «Είναι σίγουρα η λύση για το πρόβλημά μου;», «Τι σχέση έχει με την αυτοπεποίθηση;», κ.α. Όλα αυτά τα ερωτήματα βέβαια είναι πολύ καλά, αλλά μου φαίνεται και λίγο δύσκολο να τα απαντήσουμε, τουλάχιστον στο σημερινό κείμενο. Ίσως να αποτελέσουν θέμα για κάποιο άλλο καινούριο άρθρο.

Όπως και να έχει, υπάρχει και κάτι που μπορεί να μας βοηθήσει στο να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της «εσωτερικής αναζήτησης». Ήδη γνωρίζουμε πως αφού πρόκειται περί αυτό-αξιολόγησης, τότε το παιχνίδι πρωτίστως παίζεται στον καθορισμό του μέτρου της αξίας ή της απαξίας του εκάστοτε ανθρώπινου χαρακτηριστικού. Το οποιοδήποτε μέτρο βέβαια μικρή σημασία θα είχε, αν η διαδικασία δεν είναι συκγριτική. Εξαιτίας αυτής όμως τίθεται και το ζήτημα θέσης της βάσης του μέτρου σύγκρισης – αν είναι δηλαδή εξωτερική (βάση κάποιος τρίτος) ή εσωτερική, όπου σημείο-κλειδί αποτελούν οι αναμνήσεις του ενεργούντος. Σε κάθε περίπτωση το σημαντικό είναι να θυμόμαστε πως αυτή η εσωτερική αναζήτηση ως σκοπό έχει το διαχωρισμό του άξιου από το ανάξιο.

Σε μια πιο απλή ανάγνωση πρόκειται για το ξεχώρισμα του ουσιώδους από το επουσιώδες. Πριν περίπου ένα μήνα έκανα μια πολύ διαφορετική συζήτηση με μια ομολογουμένως εξαιρετική κοπέλα, πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Φαντάσου πως ενώ αρχικά η κουβέντα ήταν γενικού ενδιαφέροντος, προς το τέλος της έτυχε (νομίζω το καταλληλότερο ρήμα) να γίνει λόγος για το τι είναι ουσιώδες και τι όχι. Αυτό που είχα πει και τότε είναι πως δύσκολα μπορούμε να ορίσουμε κάτι ως ουσιώδες ή επουσιώδες εκφέροντας στη συνέχεια την άποψη μου για το τι χαρακτηρίζω ουσιώδες μέσα στο τόσα προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν θα πω περισσότερα για όσα ενδιάμεσα ειπώθηκαν, τα οποία εν τέλει οδήγησαν στο θέμα της αλήθειας. Συμφωνήσαμε πως η αλήθεια δεν μπορεί να είναι υπερβολική αλλά υποκειμενική. Επιμένω όμως, πως τουλάχιστον για το συγκεκριμένο θέμα που αποτέλεσε αφορμή της κουβέντας περί αλήθειας, δεν επρόκειτο για υποκειμενική γνώμη καθώς, όπως είπα και τότε: «άλλωστε τα τεκμήρια υπάρχουν».

Αυτή η ομολογουμένως πολύ χρήσιμη συζήτηση με εξυπηρετεί ιδιαίτερα σήμερα, γιατί πρώτα απ’ όλα ξεκαθαρίζει και τη γνώμη μου σχετικά με την αυτό-αξιολόγηση ειδικότερα και την αξιολόγηση γενικότερα. Στη συνέχεια μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω για την αλήθεια και να συνδέσω τις αναμνήσεις με την αυτοπεποίθηση.

Η αλήθεια είναι μια και δεν χρειάζεται κανέναν επιθετικό προσδιορισμό μπροστά της. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν ο όρος «αντικειμενική αλήθεια» είναι μη αντιπροσωπευτικός της κατάστασης. Ο καθένας βέβαια έχει διαφορετική οπτική της πραγματικότητας, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν πολλαπλές αλήθειες. Η πολλαπλότητα έγκειται στις οπτικές και όχι στην αληθή κατάσταση. Αυτές τις οπτικές συμβατικά τις ονομάζουμε ως υποκειμενικές αλήθειες. Με μια πιο απλή διατύπωση καταλαβαίνουμε πως αυτές οι υποκειμενικές αλήθειες στην ουσία είναι εικόνες αποθηκευμένες στο μυαλό μας – σαφώς επηρεασμένες από τις εκάστοτε εμπειρίες, ιδέες και συναισθήματα. Αυτή την άποψη την διατύπωσαν πρώτοι απ’ όλους αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων.

Αφού η πραγματικότητα αποτελείται από εικόνες και αυτές είναι εγκλωβισμένες στον ανθρώπινο εγκέφαλο, τότε είναι λογικό πως πρέπει με κάποιον τρόπο να ελευθερωθούν. Με αυτό ως αφορμή ονομάζουμε τις παγιωμένες νοητικές εικόνες (σκέψεις) ως πεποιθήσεις και τις εκφράζουμε. Στο σχηματισμό των πεποιθήσεων επομένως σημαντικός είναι ο ρόλος των παρελθοντικών εικόνων. Η επαναφορά των παρελθοντικών εικόνων στο μυαλό μας γίνεται μέσω της ανάμνησης. Εδώ λοιπόν είναι καλό σημείο να προχωρήσουμε σε ένα ακόμα ξεκαθάρισμα. Οι αναμνήσεις ως νοητικά προϊόντα δεν ταυτίζονται με τις εμπειρίες. Ως ανάμνηση είναι ασφαλές να χαρακτηρίσουμε τη σύνδεση των παρελθοντικών εικόνων με αισθήματα κάθε λογής. Αν αυτά είναι θετικά, τότε μιλάμε για νοσταλγία, αν όχι τότε μιλάμε για πίκρα. Αντίθετα ως εμπειρία μπορεί να χαρακτηριστεί η σύνδεση των προαναφερθέντων εικόνων με τη γνώση. Νοηματική βάση των πεποιθήσεων είναι η εμπειρία.

Δυνατή πρέπει να θεωρείται ωστόσο η εξέλιξη των αναμνήσεων σε εμπειρίες. Έτσι μια γλυκιά ανάμνηση μπορεί να συνοδευτεί με την γνώση του τι την προκάλεσε, κάτι που μπορεί να γίνει και με μια πικρή ανάμνηση. Οι εκάστοτε ενέργειες του προσώπου ρυθμίζονται ανάλογα με τη σχέση λογικής και συναισθήματος. Μια σχέση, αν θέλετε, αρκετά στριφνή αλλά και γοητευτική, η οποία μάλιστα ρυθμίζει την «δική μας» αλήθεια για τα πράγματα. Άλλωστε η οπτική μεταβάλλεται σύμφωνα με το μέσο με το οποίο την εξετάζουμε, είτε αυτό λέγεται γνώση (άρα και λογική) είτε λέγεται συναίσθημα. Το πρόβλημα που πάντα είχαμε ωστόσο ήταν ότι προσπαθούσαμε να πείσουμε και τους άλλους πως η «δική μας» αλήθεια είναι και η μοναδική.

Τι γίνεται λοιπόν όταν δεν μπορούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας για την πραγματικότητα που αντικρίζουμε επάνω μας; Σίγουρα θα υπάρξει ασυμφωνία (βασισμένη στην ανθρώπινη φύση) καθώς είναι αδύνατον να πείσουμε τους άλλους από τη στιγμή που είμαστε ανήμποροι να πείσουμε τους εαυτούς μας για όσα διαπιστώνουμε. Από όποια διαπιστωτική διαδικασία κι αν περάσουμε, το βέβαιο είναι πως τίποτα δεν θα καταφέρουμε χωρίς να πιστεύουμε σε αυτό που βλέπουμε, θα δούμε ή θα ανακαλύψουμε (συγκεκριμένα τον εαυτό μας και τα πάθη του). Όποια και να είναι η συγκριτική βάση (εσωτερική ή εξωτερική) είναι αρκετά βέβαιο πως βασίζεται σε παρελθοντικές εικόνες. Εικόνες τις οποίες μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας μόνο μέσω της διαδικασίας της ανάμνησης. Αυτό ομολογώ πως είναι το ισχυρό αποτύπωμα (όσο μακρινό και αν φαντάζει) της ανάμνησης στην αυτοπεποίθηση.

Πολλές σκέψεις έχουμε κάνει μέσα στη σιωπή ή και φωναχτά, πολλές εικόνες έχουμε κρύψει βαθιά στη μνήμη μας και πολλά όνειρα έχουμε σκοτώσει εξαιτίας των συναισθημάτων που περικλείονται στις αναμνήσεις μας. Αυτοί είναι μόνο μερικοί τρόποι για να ερεθίσουμε το μυαλό μας. Μάλλον δεν θα διαφωνήσεις πως είναι φθοροποιός κάθε διαδικασία σύγκρισης των νέων με τις παλαιές εικόνες. Αυτό καθιστά και την ιχνηλάτηση κάθε καινούριας προσωπικής πορείας μια δύσκολή υπόθεση. Καταλαβαίνω βέβαια πως οι άνθρωποι πάντα θα περνάνε από εσωτερικές αναζητήσεις για να «ζωγραφίσουν» μια καινούρια εικόνα τους, να χαρούν με αυτή γιατί διόρθωσε το προηγούμενο «κακό» πορτραίτο τους ή να απογοητευτούν εξαιτίας της επειδή αποτελεί τη σκιά των παλαιών τους έργων. Κάθε παλιά εικόνα πετιέται (και θα πετιέται επ’ άπειρον) σε μια αποθήκη την οποία καλούμε μνήμη και πριν πιάσει ο καλλιτέχνης (ή μη) το πινέλο του, ρίχνει σε εκείνο το χώρο μια ματιά. Απ’ ότι φαίνεται μερικοί έχουν την ανάγκη να ψάχνουν για έμπνευση στην αποθήκη τους περισσότερο από άλλους – δείγμα  ανασφάλειας και όχι αυτοπεποίθησης.

Ξέρω πως η δυνατή μνήμη για άλλους μπορεί να είναι χάρισμα. Για μερικούς άλλους όμως είναι η φυλακή τους. Μην απορείς γιατί…

Η νύχτα τελικά ήρθε κι εγώ μάλλον πρέπει να βρω κάτι άλλο για να ασχοληθώ.

Σε ευχαριστώ για το χρόνο και την υπομονή που αφιέρωσες για να διαβάσεις αυτό το κείμενο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη σταματάς

Το εμπόδιο είναι ο δρόμος

Εσένα τι σε κρατάει πίσω;