Το δηλητήριο που καλείται κτητικότητα
Eπιτέλους
βρήκα ένα θέμα, για να ασχοληθώ, και έτσι να ξαναγράψω μετά από αρκετό καιρό.
Δεν είναι ψέμα άλλωστε, ότι έχω ξεμείνει τώρα τελευταία από ιδέες για
θέματα, που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον. Αλλά σήμερα νομίζω
ότι το βρήκα.
Αφορμή των όσων θα διαβάσεις σήμερα, αποτελεί αυτή
εδώ η εικόνα:
Το παραπάνω, όπως βέβαια φαίνεται, έχει
γραφτεί από το Χόρχε Μπουκάι
και για την ακρίβεια είναι απόσπασμα από το έργο του με τίτλο «Να βλέπεις στον Έρωτα» («Loving Oneself With Open Eyes») και υπέπεσε στην αντίληψή
μου καθώς χαζολογούσα στο Facebook.
Κοίτα,
δεν νομίζω πως διαφωνούμε ότι η κτητικότητα είναι μια περίεργη έννοια. Το πιο
απλό πράγμα σχετικά μ’ αυτή είναι ο χαρακτήρας της, που όλοι φυσικά τον
αντιλαμβανόμαστε και το θεωρούμε αρνητικότατο όσον αφορά το κεφάλαιο των
σχέσεων. Στις Φωναχτές Σκέψεις, το ξέρεις, ότι μας ενδιαφέρει η θεωρητική
ενασχόληση με τις σχέσεις, οπότε και σήμερα μην περιμένεις κάτι λιγότερο από
αυτό. Κάτι ακόμα όμως, που δεν πρέπει να περιμένεις από αυτό το κείμενο, είναι
εμένα να σου κάνω λογοτεχνική ανάλυση των λόγων του ψυχοθεραπευτή, στο
επάγγελμα, Χόρχε Μπουκάι. Ούτε, φυσικά, πρόκειται να του κάνω αντίλογο, αν και
εκείνος βέβαια περιόρισε το θέμα στην αγάπη, για την οποία έχουμε ήδη πει
μερικές αλήθειες.
Για να μπούμε όμως στο θέμα, η κτητικότητα,
όπως είπα πριν, δεν είναι έννοια άγνωστη, δυσπρόσιτη ή ακατάληπτη ως προς το
χαρακτήρα της. Κάθε άλλο, σε αυτό το κομμάτι είναι ξεκάθαρη, αφού στο νόημά της
δηλώνει την συστηματική ανάγκη ενός προσώπου (ή μιας ομάδας) να κατέχει κάτι,
να το αισθάνεται δικό του. Εντάξει, και που είναι το κακό; Κακό δεν είναι σ’ακούω να λες, και όντως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Άλλωστε και συ θα έχεις
ακούσει φράσεις του τύπου «Καλύτερα να
έχεις, παρά να ζητάς» και άλλες τέτοιου είδους. Αλλά το ζήτημα με το «να
έχει» κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις συνάγω ότι έχει να κάνει με τα υλικά και
όχι με τα ζώντα.
Τουλάχιστον
έτσι θα έπρεπε να είναι, αλλά και πάλι στην περίπτωση των υλικών ενυπάρχουν
κίνδυνοι. Το λέω αυτό, γιατί πάντοτε «ενός
κακού μύρια έπονται». Η κτητικότητα είναι μια εκ των υπερβολών και πάει
σχεδόν πάντα παρέα με την απληστία. Αυτό είναι καθολικό, αλλά και πέρα ως πέρα αληθές. Το «έχειν» πάντα θα κολλάει με το απρόσωπο «δει» κι αυτό δεν είναι άλλος ένας
συντακτικός κανόνας, αλλά η αλήθεια από τη στιγμή που η υπερβολή, η ανάγκη και
η πράξη συναντώνται και συντίθενται. Η κτητικότητα στα υλικά έχει ως αποτέλεσμα
το άτομο – ο εκφραστής της – να υποδουλώνεται στην ανάγκη του να κατέχει
διάφορα αντικείμενα (λ.χ. λεφτά), να τα προστατεύει και ουσιαστικά να τα
υπηρετεί· πράγμα μάταιο, κατά την κρίση μου.
Αλλά
ας μη γελιόμαστε, ο τομέας με τον οποίο έχει συνδεθεί η κτητικότητα και εκείνος
που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι ο τομέας των σχέσεων. Καλό εντούτοις θα ήταν
να μην λησμονούμε ότι δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος ο οποίος είναι μονομερώς
κτητικός. Θα ήταν παράλογο άλλωστε κανείς να εμφανίζει στοιχεία κτητικά στην
συμπεριφορά του ως προς κάτι υλικό και να μην το κάνει αυτό σε κάτι το
συναισθηματικό, όπως μια πιο στενού χαρακτήρα σχέση. Μας ενδιαφέρει λοιπόν και
με το παραπάνω η έννοια της κτητικότητας στις σχέσεις γιατί, πρώτα απ’ όλα, το
περιεχόμενό της αν και γενικά ξεκάθαρο αποκτά στις σχέσεις διαφορετικές
προεκτάσεις και δεύτερον ο αντίκτυπός της είναι διαφορετικός.
Λέγοντας
αυτά εννοώ ότι μπορεί το νόημα της να είναι το ίδιο αλλά ο τρόπος που
εμφανίζεται, εκδηλώνεται και δρα είναι διαφορετικός απ’ ότι σε περιπτώσεις που
αναφερόμαστε σε αντικείμενα. Ο λόγος και γενεσιουργός αιτία βέβαια όλων αυτών
είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση. Είναι ο εγωισμός. Αυτός είτε έχει την μορφή
ανασφάλειας, η οποία πρέπει να καλυφθεί από την ασφάλεια που προσφέρει η κτήση,
είτε έχει την μορφή ανάγκης για κυριαρχία και επιβολή ελέγχου σε κάτι. Ξέρω,
βέβαια πως μιλώντας για αυτό το πράγμα, δεν ανακάλυψα την Αμερική, ούτε το
μποζόνιο του Higgs.
Στην περίπτωση των υλικών η ύπαρξη
κτητικότητας είναι προφανής εξαρχής, πράγμα που δεν ισχύει στις σχέσεις.
Κάποιος που είναι κτητικός με το πλούτο, ας πούμε, επιδιώκει με κάθε πιθανό
τρόπο να αυξήσει τα έσοδα του ακόμα κι αν έχει ήδη αρκετά. Η ανάγκη του για
κέρδος τον κάνει φιλοχρήματο και τσιγγούνη, καθώς αυτό έγινε αυτοσκοπός του.
Στις σχέσεις μεταξύ μας όμως, μια τέτοια ευκολία στην διαπίστωση της απλά δεν
υφίσταται. Μια σχέση πρέπει να περάσει από αρκετά στάδια για να διαπιστωθεί
τελικά αν το συνεκτικό κομμάτι της είναι κάτι πολύ παραπάνω από την ασφάλεια
του «να είμαστε μαζί». Και δυστυχώς ή
ευτυχώς για όλους μας, αυτό διαπιστώνεται μόνο από το αν μια σχέση διαρκέσει,
παρά την ύπαρξη ακόμα και των πιο ισχυρών κρίσεων, που θα την δοκιμάσουν.
Ξέρεις,
κάθε κρίση φτάνει οτιδήποτε χτυπά στα όριά του, οπότε έτσι διαπιστώνεται και
πόσο γερό είναι αυτό. Η έννοια του «μαζί»
ως μια επιδίωξη ασφαλείας είναι πολύ αδύναμη για να αποτελέσει σημείο
συνοχής μιας οποιαδήποτε στενότερης σχέσης. Όταν κάτι διαρκεί, υπάρχει σίγουρα κάτι
παραπάνω από τη συνήθεια, διαφορετικό ή και ίδιο για κάθε σχέση και την ιστορία
της. Δε θα μάθουμε ποτέ με ακρίβεια ποιο είναι αυτό, αλλά όλοι ξέρουμε ότι
υπάρχει. Επίσης όλοι ξέρουμε ότι αυτό είναι αμφίδρομο, κάτι που φυσικά η
κτητική ασφάλεια δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει.
Η
ύπαρξη κτητικότητας σε μια σχέση εξασφαλίζει το τέλος της, το οποίο
άλλοτε έχει άμεσο χαρακτήρα και άλλοτε αργό και χρονοβόρο. Αλλά αυτό δεν είναι
το μόνο πολύ άσχημο γι’ αυτήν. Η κτητικότητα γενικά μασκαρεύει τον εγωισμό σε
αυτή την ανάγκη για ασφάλεια, η οποία με τη σειρά της μπορεί να μασκαρευτεί σε
συναισθήματα τα οποία όμως προκλήθηκαν από την ανάγκη και όχι από την καθαυτή
σχέση. Αυτό το πολύ μπερδεμένο πράγμα, όπως το έγραψα, εξηγείται με μια φράση
δικής μου πατέντας πάλι για τέτοιου είδους ερωτικές καταστάσεις ανθρώπων η
οποία και είναι: «Αυτός είναι ερωτευμένος
με το να είναι ερωτευμένος, δηλαδή με τον εαυτό του». Και για να το κάνω
πιο απλό, με αυτό εννοώ ότι η κτητικότητα ως υπερβολή μας κάνει ερωτευόμαστε
τον εαυτό μας και να φροντίζουμε σε μια σχέση μόνο για το δικό του καλό,
ξεχνώντας παντελώς (όχι απαραίτητα εσκεμμένα) το αν αυτό συνάδει με το καλό του
άλλου προσώπου ή και τελικά το κοινό καλό.
Αυτό πάει τελείως κόντρα στο νόημα των σχέσεων
αλλά και της αγάπης, όπως επισήμανε ο Μπουκάι στο απόσπασμα – αφορμή όλων
αυτών. Κι όμως, είδες, πως πίσω από το παράδειγμα που μόλις έδωσα δεν υπάρχει
κάποιο κερδοσκοπικό σχέδιο εκμετάλλευσης, αλλά μια ιδιόμορφη αυταπάτη που
διογκώθηκε από το κοίταγμα και τα συναισθήματα του ατόμου για το έτερο πρόσωπο.
Μια προβληματική κατάσταση, όπως είναι η ανασφάλεια, ως απόρροια διάφορων λόγων
σαν την ανάγκη κάλυψης της χαμηλής αυτοπεποίθησης (ουσιαστικά εγωισμού),
οδήγησε σε έναν εξίσου προβληματικό αντίκτυπο όπως είναι ασφάλεια της
αγκίστρωσης, της προσκόλλησης, του ελέγχου και του κολλήματος σε ένα άτομο. Ένα
κόλλημα δηλαδή, που οφείλεται σε αυτό-προκαλούμενα αίτια και όχι στην
πνευματική ή σωματική έλξη για το άλλο πρόσωπό.
Για
το κτητικό κοίταγμα τα πάντα θεωρούνται αντικείμενα, σκεύη ικανοποίησης μιας
βαθιάς ανάγκης για ασφάλεια. Η κτητικότητα φαίνεται δηλαδή πως δρα ως ένα
δηλητήριο που μολύνει πρώτα το άτομο σαν οντότητα και μετά σταδιακά καταστρέφει
τις σχέσεις του με τρόπο σίγουρο. Αυτή είναι μια ελλόγιμη παρατήρηση, η οποία
όσο προφανής κι αν μοιάζει φαίνεται να μην κατανοείται τουλάχιστον επαρκώς. Αν
ρωτάς την άποψή μου, η αναγνώριση αυτής της διατύπωσης είναι αρχή της λύσης
κάθε τέτοιου είδους κατάστασης.
Με τούτα και με ‘κείνα, φεύγω, πάω για καμιά μπύρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου