Τι σε κρατάει πίσω;
Επιτέλους
καλοκαίρι (εάν και μας τα χάλασε λίγο ο καιρός αυτές τις μέρες), επιτέλους
διακοπές…
Σε άλλα νέα τώρα, ναι, πράγματι, είναι αλήθεια, είπα
να ξαναγράψω.
Αυτές οι μέρες με βρίσκουν να περνώ
αρκετές από τις ώρες μου στην παραλία του Βόλου, άλλοτε κάνοντάς βόλτες σ’
αυτήν και άλλοτε απλά χαζεύοντας την θέα. Μετά ίσως από πολύ καιρό, μπορώ να πω
πως αισθάνομαι κάπως πιο ήρεμος· νιώθω
ψύχραιμος και νηφάλιος. Δεν ξέρω, από την μια μπορεί να ευθύνεται το γεγονός
ότι απέχω γύρω στα 300 χιλιόμετρα από την παράνοια της Αθήνας. Από την άλλη,
μπορεί να φταίει το ότι βρέθηκα ξανά ανάμεσα σε φίλους και πολύ αγαπημένα πρόσωπα,
που δεν έχω τη δυνατότητα να βλέπω όσο συχνά θα ήθελα. Μπορεί ακόμα και να
είχα απλά ανάγκη να ξεφύγω, αφού όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν πράγματα που με κρατούσαν αγκιστρωμένο πίσω.
Μ’ αυτό το κείμενο λοιπόν θα ήθελα να
εκφράσω τις απόψεις μου για το πώς και το γιατί οι άνθρωποι «κολλάμε» σε
καταστάσεις αλλά ακόμη (πάρα) πολλές φορές και σε ανθρώπους. Το παραπάνω έχει
ως αποτέλεσμα όχι απλά να μην προχωράμε στη ζωή μας και να μη πετυχαίνουμε όλα
εκείνα για τα οποία ονειρευόμαστε και καταστρώνουμε τα αντίστοιχα σχέδια, αλλά
πολύ χειρότερα να κρατιόμαστε με τη δική μας θέληση πίσω. Κι αυτή, νομίζω,
είναι η χειρότερη θέση στην οποία μπορεί να βρεθεί κανείς, σ’ αυτό το μεταίχμιο
δηλαδή ανάμεσα στην επιθυμία του να προχωρήσει και την αδυναμία του να κάνει το
επόμενο βήμα.
Για
αρχή, ωστόσο, θέλω να μιλήσω για έναν από τους γενικούς μηχανισμούς πίσω από
την κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι άνθρωποι – όπως έλεγα σε μια πολύ όμορφη συζήτηση
που είχα προ μηνών στο Μοναστηράκι – ασχολούνται με κάτι μόνο όταν συντρέχει ένας
από δύο συγκεκριμένους παράγοντες ή ισχύει ο συνδυασμός τους: α) από ενδιαφέρον
– συμφέρον ή/και β) επειδή οι καταστάσεις το υπαγορεύουν. Μάλιστα σε εκείνη την
κουβέντα είχα δώσει και το εξής ηλίθιο αλλά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα: κάποιος
θα πάει να μάθει κιθάρα, επειδή του αρέσει ο ήχος της ή τη βρίσκει ενδιαφέρουσα
ως ασχολία·
εάν ωστόσο η παρέα του (που δεν έχει την παραμικρή ιδέα από μουσική) αποφασίσει
να ξεκινήσει μια μπάντα, τότε πιθανότατα θα αναγκαστεί να μάθει κι εκείνος να
παίζει για να συμμετάσχει σε αυτή και να είναι καλός.
Και
μιας που γίνεται λόγος για παγκόσμιους μηχανισμούς πίσω από την ανθρώπινη
δραστηριότητα, ας αναφερθούμε και σε έναν ακόμα λίγο πιο «συναισθηματικό»: Ο άνθρωπος θα κάνει τα πάντα για να καλύψει
την ανασφάλειά του. Γι’ αυτό το λόγο και βλέπεις, ας πούμε, ζευγάρια τα
οποία σχεδόν όλοι συμφωνούν πως δεν έχουν μέλλον, κι αυτό είναι κάτι που ίσως κι
οι δυο πλευρές κρυφά γνωρίζουν, ή έχει συμβεί κάτι άλλο που επηρέασε τη σχέση (λ.χ.
σοβαροί καυγάδες, μια απιστία κ.α.) να μη διαλύονται, διότι «έχουν συνηθίσει ο ένας τον άλλο» και «μένουν μαζί από συνήθεια» (ασφάλεια).
Στην πραγματικότητα ωστόσο αυτά είναι δικαιολογίες, αφού πιθανότατα η μοναξιά
και η αναζήτηση ενός καινούριου ερωτικού συντρόφου, εκλαμβάνονται ως χρονοβόρες,
κουραστικές και με αμφίβολη έκβαση διαδικασίες κάτι που δεν απέχει και πολύ από
την πραγματικότητα. Οπότε, και τι να κάνεις, να κάτσεις να μαλώσεις;
Φυσικά
η αναφορά σε αυτούς τους δύο μηχανισμούς, δεν ήταν τυχαία. Αυτοί μεταξύ άλλων
συμμετέχουν σε μια γενικότερη τάση που κρύβεται πίσω από την ανθρώπινη
συμπεριφορά, κι αυτή είναι το λεγόμενο δίπολο «ευχαρίστησης – πόνου». Οι
άνθρωποι δηλαδή επιδιώκουν να εκδηλώνουν συμπεριφορές οι οποίες είτε θα έχουν
ως αποτέλεσμα την ευχαρίστηση τους (λ.χ. θετικά συναισθήματα, επιβράβευση κ.α.)
είτε δεν θα τους επιφέρουν πόνο (λ.χ. αρνητικά συναισθήματα, ματαίωση, κ.α.). Όταν
κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό τότε ο μέσος άνθρωπος θα προτιμήσει τον γνώριμο από
τον άγνωστο πόνο.
Για
να γίνει λίγο πιο ξεκάθαρη αυτή η άποψη, ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα του
ζευγαριού που δόθηκε λίγο παραπάνω. Πολλοί άνθρωποι, ας πούμε, θα προτιμήσουν
να συντηρούν μια μη βιώσιμη (κι ίσως αρρωστημένη) κατάσταση, από το να αντιμετωπίσουν
το πόνο και τις δυσκολίες της αναζήτησης κάποιου καινούριου συντρόφου (λ.χ. μοναξιά,
απόρριψη) ο οποίος πιθανότατα θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, αλλά άντε
ψάξε να τον βρεις. Κάνοντας κανείς όμως κάτι τέτοιο είναι σαν να πετυχαίνει μια
σύντομης διάρκειας νίκη σε έναν γενικά χαμένο πόλεμο, αφού αργά ή γρήγορα οι ίδιες
οι καταστάσεις θα τον εξαναγκάσουν να κοιτάξει αλλού, έχοντας ωστόσο ήδη σπαταλήσει
πολύ ενέργεια και έχοντας χάσει πάρα πολύ χρόνο.
Αυτή
η τάση για ευχαρίστηση/αποφυγή του πόνου
οδηγεί τους ανθρώπους να εμμένουν και να ξοδεύουν τον χρόνο τους σε χαμένες
καταστάσεις. Πάνω σε αυτό θέλω να φέρω ένα παράδειγμα από τις επιχειρήσεις, ή όπως
λέμε απλά και λαϊκά, τις μπίζνες. Στις μπίζνες, που λες, έχει φανεί ερευνητικά
ότι μια επενδυτική εταιρία θα προτιμήσει όχι απλά να μην εγκαταλείψει ένα project,
στο οποίο έχει επενδύσει πολλά χρήματα εάν κι αυτό δεν αποδίδει τα αναμενόμενα,
αλλά να επενδύσει ακόμα παραπάνω σε αυτό για να το καταστήσει βιώσιμο αντί να
επιλέξει στη θέση του ένα καινούριο, εμφανώς πιο υποσχόμενο (σ.σ. το παράδειγμα αυτό είναι παρμένο από το καταπληκτικό βιβλίο του Daniel Kahneman, «Σκέψη, γρήγορη και αργή»). Φαντάσου λοιπόν τι
γίνεται στις καταστάσεις τις ζωής μας, όπου τα πράγματα δεν είναι και τόσο
ψυχρά όσο στις μπίζνες.
Πηγή
εμμονής για το οτιδήποτε είναι η συναισθηματική επένδυση που έχουμε κάνει πάνω
σ’ αυτό· είτε μιλάμε δηλαδή για μια ερωτική σχέση, είτε για μια προσωπική μας επιδίωξη,
είτε για μια ατομική μας ικανότητα. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η επένδυση αυτή
απειλείται είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα για να σταματήσει αυτός ο
κίνδυνος να την επηρεάζει και κατά συνέπεια να μας επηρεάζει. Κάποιες φορές μάλιστα, όπως φάνηκε στα παραπάνω
παραδείγματα, αντιστεκόμαστε σθεναρά σε αυτή την αλλαγή παρά τη ροή των
γεγονότων και ενάντια στην λογική του κοινού νου. Αγκιστρωνόμαστε δηλαδή σε μια
κατάσταση, επαναλαμβάνοντας μια σειρά ίδιων και απαράλλαχτων πράξεων, με τον
εφησυχασμό του «αυτό μπορούσα, αυτό έκανα»
και την ελπίδα ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά αυτή τη φορά. Αυτός,
σύμφωνα με τον Einstein, είναι ο ορισμός της παράνοιας.
Τόση
ώρα μιλάμε για τα κολλήματα και άλλα τεχνικά ζητήματα γύρω από αυτά, αλλά δεν
έχει γίνει λόγος για το τι είναι τελικά πράγματι εκείνο που μας κρατάει πίσω. Σου λέω πως είναι το ίδιο
με εκείνο που μας πηγαίνει μπροστά. Φυσικά αναφέρομαι στο μυαλό και στις αντιλήψεις
του.
Οι
άνθρωποι διόλου παραδόξως είμαστε πλάσματα της συνήθειας, αφού μαθαίνουμε είτε
άμεσα, είτε έμμεσα συγκεκριμένες συμπεριφορές και εκείνες προτιμάμε,
απορρίπτοντας τις περισσότερες φορές κάτι που βρίσκεται πέρα από αυτές, γιατί
αυτό «δεν είναι για μας». Το ίδιο
συμβαίνει και με τις αντιλήψεις μας. Μετά από μια σειρά αποτυχιών ή από κακή διάθεση προς κάτι, λέμε ας πούμε:
«δεν είμαι καλός στη στατιστική» (ναι,
αυτό το δράμα) ή «δεν είμαι καλός στα
Αγγλικά» ή «δεν κάνω εγώ γι’ αυτά»,
αυθυποβάλλοντας τον εαυτό μας να υπακούσει και να συνεχίζει να συμμορφώνεται με
αυτή τη φόρμα συμπεριφοράς.
Για
μένα, εν κατακλείδι, δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος εάν
πραγματικά το θελήσει, το πιστέψει και εργαστεί οργανωμένα γι’ αυτό. Επίσης, θεωρώ
ότι δεν υπάρχουν ημίμετρα, δηλαδή απ’ τη στιγμή που καταπιάστηκες με κάτι είναι
το καλύτερο να προσπαθείς και να κάνεις τα πάντα για να φτάσεις ως το τέρμα,
από το να διακόψεις στα μέσα της διαδρομής. Αυτό βέβαια, δε σημαίνει πως θα
πρέπει κανείς να παλεύει χαμένες μάχες, ούτε να εγκλωβίζεται και να «κολλάει», αλλά
αντίθετα να επιλέγει τις μάχες του, να προσαρμόζεται και εν τέλει να κάνει το
καλύτερο δυνατό που θα μπορούσε σ’ αυτές και τίποτα λιγότερο απ’ αυτό.
Οπότε, ξέροντας πια όλα αυτά, εσένα τι
σε κρατάει πίσω;
Μέχρι την επόμενη φορά, τα ξαναλέμε
στην Αθήνα.
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου