Καψούρες και ερωτικά κολλήματα – Τελικά αξίζει ή όχι;
Είναι
μαγευτικό το πόσο εύκολα η σκέψη για ένα και μόνο άνθρωπο μπορεί να κατακλύσει
το μυαλό του καθένα μας και να το γεμίσει με προσμονή, όνειρα και προσδοκίες.
Μια σκέψη όχι απαραίτητα λογική αλλά φαινομενικά άκρως δικαιολογημένη. Μια
σκέψη δηλαδή που δεχόμαστε και μπορεί να μας οδηγήσει τόσο σε ευχάριστες όσο
και σε δυσάρεστες καταστάσεις. Άραγε να αξίζει να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο, ή
μήπως όχι;
Καλησπέρα,
Ήταν
απόγευμα, ώρα 5.30 μ.μ. περίπου. Ένα απόγευμα από εκείνα, που όλοι λένε για
‘μένα πως σκοτώνω την ώρα μου. Mε βρίσκει να
περπατάω σε δρόμους πέριξ της Πανόρμου. Κι όπως τριγυρνούσα στα στενά, βρέθηκα
αντιμέτωπος με ένα παράξενο θέαμα και συνακόλουθα με ένα σοβαρό δίλημμα: «Να
κοντοσταθώ ή όχι;». Και κάπως έτσι ξεκινάει η σημερινή μας ιστορία.
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν είναι καθόλου γλυκιά, ούτε ωραία. Αντίθετα είναι θλιβερή, πικρή, άσχημη, σκοτεινή και κατάμαυρη. Είναι όμως συγκινητική (αφού είναι αισθηματική), κάτι που οφείλεται στα ίδια τα γεγονότα και όχι στην ύπαρξη ή την ανυπαρξία λογοτεχνικού ταλέντου από μέρους μου. Δεν πρόκειται να σας μιλήσω για την «αστεία πλευρά της ζωής», όπως είδα τώρα τελευταία ένα group στο Facebook (καινούρια μάστιγα). Τέτοια γεγονότα είχαν τα λεπτά δημοσιότητας τους πριν αρκετό καιρό, αλλά θα ξαναέρθει η ώρα τους σύντομα. Προς το παρόν, πάμε στο θέμα μας.
Ο δρόμος με έβγαλε στο μικρό
πεζόδρομο της Βελεστίνου, έξω από την παιδική χαρά (Φθιώτιδος και Βελεστίνου
γωνία), πίσω από το δημοτικό γήπεδο μπάσκετ των Αμπελοκήπων. Ιστορική αυτή η
παιδική χαρά. να πεις, αφού πήγαινα μικρός. Εγκαταλελειμμένη πλέον βέβαια, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο. Όπως περπατούσα λοιπόν πιάνω με την άκρη του ματιού μου, έναν
τυπάκο να κάθεται στο πεζούλι, έξω από τα κάγκελα της παιδικής χαράς. «Να κοντοσταθώ ή όχι;». Απάντηση δεν
άργησα να δώσω αφού ξέρεις πόσο ψυχοπονιάρης είμαι – άλλωστε στο έχω ξαναπεί. Έτσι
λοιπόν σταμάτησα προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει. Μου φαινόταν
γνώριμος αυτός ο άνθρωπος.
Κρατούσε με το ένα του χέρι το
πρόσωπό του και με το άλλο έσφιγγε το δεξί του πόδι, στο ύψος του τετρακέφαλου.
Έτρεμε, αλλά απ’ το κρύο θα ‘ταν. Σε αντίθεση με φέτος, ο καιρός εκείνο το
διάστημα ήταν πολύ κακός. Να φανταστείς, μια από τις προηγούμενες μέρες είχε
χιονίσει. Πλησίασα τότε κοντά του. Τον ήξερα αυτόν τον τύπο. Πηγαίναμε στο ίδιο
φροντιστήριο. Α, εξαιρετική περίπτωση!
Ήταν παιδί της γειτονιάς, από τις
γνωστές φυσιογνωμίες. Εγώ έτυχε να τον γνωρίσω ένα – ενάμιση χρόνο πριν. Πηγαίναμε
δευτέρα λυκείου τότε (όταν γνωριστήκαμε). Της θεωρητικής κι αυτός, όπως εγώ.
Στην αρχή ήμασταν στο ίδιο τμήμα, αργότερα όμως μας άλλαξαν (τμήματα). Μπορεί
να ήταν μικρό το φροντιστήριο αλλά για κάποιον περίεργο λόγο, είχε πολλά
τμήματα. Από το λίγο που τον έζησα στο ίδιο τμήμα ως συμμαθητή, μπορώ με
σιγουριά να του αποδώσω χαρακτηρισμούς όπως επιμελής, μελετηρός, έξυπνος και
άλλους που χρησιμοποιούμε εμείς οι δάσκαλοι (μην γελάς, αυτό σπουδάζω).
Περισσότερα όμως γι’ αυτόν μπορούσες
να μάθεις εκτός τάξης. Ας πούμε, αν υποκειμενικά τον έλεγες «κούκλο»,
αντικειμενικά τον έλεγες «εμφανίσιμο». Επίσης είχε λίγους και καλούς φίλους,
ενώ με τους υπόλοιπους απλά έκανε παρέα. Ήταν ακόμα μεγάλος πλακατζής και το
μόνο βέβαιο ήταν ότι 9 στις 10 φορές θα τον πετύχαινες σε φάση «χου» (εκ του
γιου-χου). Το σημαντικότερο όμως στοιχείο γι’ αυτόν, ήταν πως ήξερε να μιλάει
και συνακόλουθα να γράφει πολύ ωραία κάτι που φαινόταν και στις εκθέσεις του.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, πάντα υπήρχε ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ
μας. Παραδέχομαι ωστόσο πως αυτός ήταν το λιγότερο μια κλάση καλύτερος από
εμένα.
Πολλά πράγματα δυστυχώς άλλαξαν στη
συμπεριφορά του κανένα δίμηνο πριν το περιστατικό, που αφήσαμε στη μέση. Το τελευταίο διάστημα δεν πολυμιλούσε ούτε ήταν χαρούμενος ενώ γενικότερα δεν ήταν το ίδιο παιδί, που όλοι
γνωρίζανε. Συχνά τον ρωτούσαν για το τι συμβαίνει και δεν ήταν καλά, αλλά
εκείνος δεν απαντούσε. Ήμουν από τους λίγους που
δεν μπήκαν σε μια τέτοια διαδικασία, διότι είχα καταλάβει τι συμβαίνει πολύ πριν το
καταλάβουν και όλοι οι υπόλοιποι.
Η θεωρία μου ήταν απλή και ξεκάθαρη
και το μόνο που έλειπε ήταν η επιβεβαίωση της. Η τελευταία ήρθε μια μέρα όταν
για κάποιο έκτακτο λόγο και τα δύο τμήματα έκθεσης ενωθήκαμε, φυσικά μόνο
για την περίσταση. Τότε κατάλαβα πολλά παραπάνω απ’ όσα στην αρχή. Ξεκάθαρα το παλικάρι πονούσε και σε αυτό μεγάλο ρόλο είχε
παίξει η έλευση μιας καινούριας συμμαθήτριας, χρονικά δύο μήνες πριν το γεγονός
της ιστορίας μας. Έκτοτε ακολούθησαν πολλά και περίεργα σκηνικά.
Τον ήξερα, που λες, αυτό τον τύπο.
Πέραν βέβαια του γενικότερου ανταγωνισμού ο ένας συμπαθούσε τον άλλο. Πολλές
κουβέντες είχαμε κάνει για μουσική, ποδόσφαιρο ακόμα και για την έκθεση.
Εκείνος μου έμαθε πως και που πρέπει να στοχεύω γράφοντας κάτι, ώστε να
δημιουργήσω συναισθήματα στους άλλους, κάτι που ομολογουμένως και αποδεδειγμένα
εκείνος πετύχαινε στα δικά του κείμενα.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο απόγευμα
που σας περιέγραφα. Αφού βεβαιώθηκα ότι ήταν αυτός, τον πλησίασα κι άλλο.
Πρέπει να με είχε αντιληφθεί, αλλά παρόλα αυτά συνέχισε να κάθεται όπως σας
είπα πιο πάνω. Αφού στάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα κοντά του, στη συνέχεια
έκατσα δίπλα του στο πεζούλι. Αρκετά άβολη η σιωπή.
-
«Δύσκολα τα
πράγματα.», του είπα.
Εκείνος
γύρισε, με κοίταξε και χαμογέλασε.
-
«Ως συνήθως.»,
μου απάντησε.
Το
πρόσωπό του ήταν χλωμό και κουρασμένο ενώ το μέτωπό του ρυτιδιασμένο. Τα μάτια
του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα. Τραγική η φιγούρα του στο χώρο.
Να φανταστείς εκείνη την περίοδο γίνονταν έργα στην παιδική χαρά (γι’ αυτό ήταν
εγκαταλελειμμένη), οπότε στο όλο
τοπίο έρχονται να προστεθούν και τα σπασμένα παιχνίδια. Εκείνα δηλαδή που ως
σκοπό έχουν να κάνουν τα παιδιά χαρούμενα.
-
«Σήκω, πάμε.»,
του είπα.
Με άκουσε και προσπάθησε να σηκωθεί.
Με λίγη βοήθεια σηκώθηκε, αλλά το δεξί του πόδι δεν μπορούσε να το πατήσει
καλά. Όταν τον ρώτησα γι’ αυτό, μου απάντησε πως δεν ήταν τίποτα και πως θα
περνούσε. Λίγο μετά μου είπε πως το πόδι του είχε μουδιάσει και πως πονούσε
εξαιτίας ενός παλιού τραύματος – «παράσημο» από τη μπάλα. Άτιμα τα ορθοπεδικά
προβλήματα, σαν τις καψούρες.
Περπατήσαμε για περίπου δέκα λεπτά.
Το φως της ημέρας είχε αρχίσει να υποχωρεί και να δίνει τη θέση του στο
σκοτάδι. Στο μεσοδιάστημα ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα ειδυλλιακό μωβ χρώμα, το
οποίο με είχε παραξενέψει. Εν πάση περιπτώσει προχωρήσαμε αρκετά και φτάσαμε
στις καφετέριες της Πανόρμου. Καθίσαμε και αφού παραγγείλαμε δύο καφέδες πιο
πικρούς κι από χωρισμό, αρχίσαμε να συζητάμε για τα όσα του είχαν συμβεί
και φυσικά για το λόγο που καθόταν μόνος μες το κρύο. Έμαθα τότε πολλά
πράγματα, με κάποια να με ξαφνιάζουν και άλλα όχι.
Σύμφωνα με δικές του περιγραφές,
πριν δύο μήνες, στο τμήμα του (ήταν μόνο δύο άτομα αρχικά) απέκτησε μια
καινούρια συμμαθήτρια. Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη μέρα που γνωριστήκανε μου είπε
πως ήταν Τετάρτη. Δεν ήταν κεραυνοβόλος
έρωτας, όπως παραδέχτηκε, αν και δεν του άρεσε καθόλου αυτός ο όρος.
Αντίθετα εκείνος άρχισε να ενδιαφέρεται γι’ αυτή καμιά δυο βδομάδες μετά τη
γνωριμία τους. Συζητούσανε πάρα πολύ μέσα σε αυτό το διάστημα κάθε μέρα (!) .
Άρχισαν να βρίσκουν κοινά σημεία επαφής και ενδιαφέροντα, ενώ εκείνος της
παρείχε βοήθεια και καθοδήγηση σε ό,τι χρειαζόταν. Ως τότε βέβαια ούτε εκείνος
ούτε η άλλη είχαν ξεκαθαρίσει το που αποσκοπούσαν όλα αυτά.
Δεν ήταν μόνος του σε όλο αυτό. Εκείνη άρχισε να εκδηλώνει ένα ύποπτο ενδιαφέρον για
κάποιο άλλο παιδί και βέβαια αυτό ήταν αμφίδρομο. Ο φίλος μας τον ήξερε αυτόν τον
τύπο και κάνανε μάλιστα παρέα. Σίγουρα δεν θα τον αποκαλούσε ποτέ «κολλητό»
του, όμως δεν θα είχε πρόβλημα να βγούνε έξω για μια μπύρα. Η κατάσταση οξύνθηκε από τη στιγμή που η συγκεκριμένη κοπέλα δεν ξεκαθάρισε τι ήθελε
και συνέχισε να εκτρέφει τις ελπίδες και των δύο αυτών ανθρώπων. Εκεί που
έπρεπε λοιπόν να τελειώσουν από κοινού το παραμύθι, τα δύο αυτά παιδία
συνέχισαν να μπλέκονται σε περίεργες καταστάσεις και αυτό όπως είναι φυσικό τα
οδήγησε σταδιακά σε ρήξη.
Τα
σκηνικά, που ακολούθησαν αυτό το γεγονός, ήταν αμέτρητα. Μια μέρα ας πούμε, είχα δει τον φίλο μας να
στέκεται με την εν λόγω κοπέλα στη συμβολή της Λαρίσης με την Κηφισίας. Όταν
του το ανέφερα, εκείνος απάντησε πως η συγκεκριμένη μέρα ήταν αρχή όλων των κακών που μπορούσαν να του τύχουν. Ήταν η μέρα που της ζήτησε να
ξεκαθαρίσει την κατάσταση καθώς επιθυμούσε κάτι παραπάνω από μια φιλική μεταξύ
τους σχέση. Εκείνη συμφώνησε επειδή, όπως είπε, είχε αισθήματα γι’ αυτόν. «Ψέματα δεν έλεγε τότε...», χαρακτηριστικά
μου είπε ο φίλος μας.
Κουβέντες μαζί της από τότε
ακολούθησαν πολλές. Εκείνος βέβαια ήταν πάντα υπομονετικός, γι’ αυτό
και δεν την πίεζε σε αποφάσεις. Αρκετές φορές, που ήθελε βέβαια να μιλήσουν, του
το καθυστερούσε. «Με τον άλλο όμως, πάντα
μίλαγε…», μου δήλωσε με πικρία. Δεν ήταν ωστόσο μόνο αυτά που τον
ενοχλούσαν. Μετά άρχισαν και άλλα, ακόμα χειρότερα. Άρχισε να γίνεται η
κατάσταση πιο φανερή, ασχέτως του ότι εκείνος τότε δεν μπορούσε να το αντιληφθεί.
«Χαριεντιζόταν με τον άλλο…», έτσι
μου είπε. Εκείνος την πείραζε, την τσιγκλούσε και την χάιδευε, ενώ ο δικός μας στεκόταν ως αμέτοχος παρατηρητής σε αυτή την πολύ σληρή γι' αυτόν κατάσταση. Έβλεπε την κοροϊδία, βέβαια δεν
μπορούσε να την παραδεχτεί και να εγκαταλείψει την προσπάθειά του.
Καταλαβαίνεις, πως στο κόλλημα του στεκόταν αρωγός η ψεύτικη ελπίδα που του
παρείχαν τα λόγια της.
Εκείνος παρέμενε κύριος, όπως πάντα
δήλωνε, χωρίς όμως καμία αναγνώριση. Οι κουβέντες του με εκείνη την κοπέλα
άρχισαν να λιγοστεύουν μέσα στο διάστημα… Στα λόγια της έλεγε, πως μπορούσε να
αναγνωρίσει το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν, το οποίο για κάποιο περίεργο λόγο επιβεβαίωνε και
εκείνη και ο φιλικός της κύκλος. Η διαφορά τους όμως ήταν ότι εκείνος βίωνε αυτό
το ρημάδι το κόλλημα, τη γνωστή σε
όλους μας «καψούρα». Το άγχος του ήταν μεγάλο για το τι θα έβρισκε να της
πει στις όλο και λιγότερες κουβέντες, που κάνανε μέσα στο διάστημα εκείνο. Η
ειρωνεία του πράγματος ήταν πως γενικότερα τα κατάφερνε καλά με τις λέξεις. Τις
περισσότερες μέρες το στομάχι του ήταν δεμένο σαν κόμπος, ο οισοφάγος του τον
έκαιγε και το ίδιο συνέβαινε με το στήθος του... Υπήρχαν ώρες και στιγμές που
δυσκολευόταν ακόμα και να αναπνεύσει, γι’ αυτό και έβγαινε στους δρόμους και
περιπλανιόταν λες και ήταν τρελός. Ήταν άρρωστος και έπασχε από μια πολύ σοβαρή ασθένεια,
τη καψούρα.
Έβρισκε όμως δύναμη και τα πολεμούσε
όλα αυτά, όσο δύσκολο κι αν σου φαίνεται. Δεν ξέρω πως τα κατάφερνε ο άτιμος,
αν και υποψιάζομαι. Συχνά στο φροντιστήριο θα τον έβλεπες να κυκλοφορεί με ένα
σκισμένο τετράδιο και ένα πάκο από χαρτιά. Μέσα σε αυτό το τετράδιο θα διάβαζες
μόνο στίχους, όπως ο ίδιος μου εξομολογήθηκε. Ήταν το χόμπι του, όπως μου είχε
πει, να κάθεται και να γράφει στιχάκια υπό το φως της σελήνης, ε και του
φωτιστικού του απ’ όσο φαντάζομαι… Δεν έτυχε βέβαια ποτέ να διαβάσω κάτι απ’
όσα είχε γράψει. Λίγη σημασία είχε αυτό καθώς το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν,
τα είχε διαβάσει. Είχε φροντίσει να της τα δώσει…
Εκτός από αυτό όμως έβρισκε και
άλλους τρόπους, ώστε να περνά την ώρα του. Λίγους στενούς φίλους είχε και από
αυτούς ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν τον πόνο του. Όχι γιατί δεν
ήθελαν αλλά γιατί δεν μπορούσαν είτε λόγω απόστασης (ένας απ’ αυτούς σπούδαζε
στο εξωτερικό) είτε λόγω έλλειψης χρόνου (διάβασμα για τις Πανελλήνιες). Υπήρχε
ωστόσο ένας ακόμα, το καλό του φιλαράκι
από την κατεύθυνση (σημειωτέον και γείτονας την εν λόγω κοπέλας). Είμαι σίγουρος
πως τον λυπάται μέχρι σήμερα αυτόν τον τυπάκο που άντεχε και τον άκουγε. Τους
είχα πετύχει αρκετές φορές να συζητάνε ήρεμα ή να «τρελαίνονται» τραγουδώντας συνθήματα για τον Παναθηναϊκό («σε γνώρισα από παιδί μικρό…» κ.α.) και εντός
και εκτός φροντιστηρίου. Είχε και ώρες βέβαια, που ήταν τελείως μόνος του. Τον
θυμάμαι μια φορά να φεύγει χωρίς καμιά παρέα, περπατώντας χαρακτηριστικά με τα
χέρια στις τσέπες, έχοντας ένα βλέμμα πικρίας στο πρόσωπο του και
σιγομουρμουρίζοντας: «Κι αν με βρεις τα
χαράματα εδώ, μη με πάρεις για τρελό, από νύχτα σε νύχτα τριγυρνώ σαν φεγγάρι
που ψάχνει ουρανό». Για να μην μπερδευτείς, αυτούς τους στίχους δεν τους
έγραψε κάποιος ποιητής αλλά τους τραγούδησε ο Νότης (σ.σ. Σφακιανάκης).
Το περίεργο δεν ήταν να τον ακούς να
μιλάει με στίχους. Ήταν ικανός να σου πει απ’ έξω ολόκληρο το ποίημα «Το
φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» του Ελύτη καθώς και άλλα πολλά. Είχε άλλωστε ευρεία γκάμα. Το
περίεργο ήταν ότι μέχρι τότε δεν του άρεσαν τα λαϊκά τραγούδια, ούτε βέβαια τα
έντεχνα. Πιο πολύ άκουγε ξένη μουσική (“I’m so hood” και
οτιδήποτε West, East και South κυκλοφορούσε)
κυρίως επειδή ήταν παιδί της φάσης (της Rap). Η ανάγκη τον έριξε στον Οικονομόπουλο, στο
Ζαζόπουλο και στο Στάθη Ξένο.
Το πιο αξιομνημόνευτο περιστατικό ωστόσο
ήταν άλλο, το οποίο μάλιστα έτυχε να παρατηρήσω μόνο ως προς το ένα τμήμα του. Ένα
σαββατιάτικο πρωινό, γύρω στις 9.30 – 10.00 μ.μ, καθώς πήγαινα για ψώνια,
τον είδα να βγαίνει από ένα ανθοπωλείο κοντά στην Πανόρμου (από την πλευρά της
Κηφισίας) κρατώντας μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Δεν κατάλαβα τότε για ποιο λόγο τα ήθελε, μέχρι να μου τον εξηγήσει εκείνο το απόγευμα.
Εκείνος άρχισε να μου διηγείται το γεγονός από τη δική του πλευρά. Προσπαθούσε, όπως μου εκμυστηρεύτηκε να κάνει κάτι εντυπωσιακό, κάτι που θα άλλαζε την κατάσταση. Πήγε λοιπόν και αγόρασε μια ανθοδέσμη με 30 κατακόκκινα τριαντάφυλλα για να της τα δώσει. Είχε γράψει και κάτι ωραίο στην κάρτα, που όσο καλή μνήμη κι αν έχω, δεν μπορώ να θυμηθώ. Βέβαια εκείνη δεν τα δέχτηκε αλλά κράτησε μόνο την κάρτα. Απογοητευμένος τα πήρε σπίτι του και τα έβαλε σε ένα βάζο. Μα δεν άντεχε να τα βλέπει, γι’ αυτό τα πέταξε «εκεί που αξίζουν», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά – στον σκουπιδοτενεκέ.
Εκείνος άρχισε να μου διηγείται το γεγονός από τη δική του πλευρά. Προσπαθούσε, όπως μου εκμυστηρεύτηκε να κάνει κάτι εντυπωσιακό, κάτι που θα άλλαζε την κατάσταση. Πήγε λοιπόν και αγόρασε μια ανθοδέσμη με 30 κατακόκκινα τριαντάφυλλα για να της τα δώσει. Είχε γράψει και κάτι ωραίο στην κάρτα, που όσο καλή μνήμη κι αν έχω, δεν μπορώ να θυμηθώ. Βέβαια εκείνη δεν τα δέχτηκε αλλά κράτησε μόνο την κάρτα. Απογοητευμένος τα πήρε σπίτι του και τα έβαλε σε ένα βάζο. Μα δεν άντεχε να τα βλέπει, γι’ αυτό τα πέταξε «εκεί που αξίζουν», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά – στον σκουπιδοτενεκέ.
Αυτό ήταν και το τελευταίο γεγονός
για το οποίο συζητήσαμε. Η κουβέντα μας κατέληξε στο ότι δεν άντεχε άλλο αυτή
την κατάσταση και πως έπρεπε να την τελειώσει. Αφού πληρώσαμε τους καφέδες,
σηκωθήκαμε και ακολουθήσαμε την αντίστροφη πορεία, δηλαδή αυτή προς την παιδική
χαρά. Στο δρόμο γενικά δεν είπαμε πολλά. Μου έδειξε κάτι στενά γύρω από το
Γηροκομείο στα οποία πήγαινε από μικρός όταν είχε προβλήματα και περπατούσε.
Εκείνο το βράδυ όμως δεν τελείωσε εδώ.
Όταν φτάσαμε πάλι στη Βελεστίνου, ήρθε και η ώρα του αποχαιρετισμού. Είχε πάει κοντά 9.30 και έπρεπε να
γυρίσουμε στα σπίτια μας, διότι μας περίμενε μια πολύ δύσκολη επόμενη μέρα.
Εκεί λοιπόν που στεκόμασταν, σήκωσε το χέρι του και μου έδειξε στο βάθος του
ορίζοντα ένα αστέρι.
-
«Το βλέπεις
εκείνο το αστέρι;», μου είπε.
Εγώ
έγνεψα θετικά.
-
«Είναι και
εκείνοι οι άνθρωποι…», είπε ξανά και σταμάτησε.
Μετά
από λίγο ξαναπήρε το λόγο.
- «Σου μιλάω για
αυτές τις μελαγχολικές μοναχικές ψυχές που δεν σταμάτησαν να περπατούν σε
σκοτεινά μονοπάτια. Ποτέ τους δεν παραδέχτηκαν πως φοβούνταν. Δεν αναρωτήθηκες
άραγε γιατί; Θα σου πω... Γιατί συνέχιζαν να ψάχνουν εκείνο το αστέρι που
νόμιζαν πως έχασαν. Εκείνο το αστέρι που ίσως δεν έλαμψε ούτε μια φορά γι'
αυτούς...»
Μου
έκλεισε το μάτι και στη συνέχεια γύρισε την πλάτη του, έβαλε τα χέρια στις
τσέπες και έφυγε.
Εγώ
τον κοίταζα με αμηχανία, μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνω. Μετά από λίγο έφυγα κι
εγώ από εκεί και γύρισα σπίτι.
Το
ημερολόγιο έγραφε 27 Φεβρουαρίου 2011, ημέρα Κυριακή. Ή αλλιώς παραμονή των
γενεθλίων μου. Όπως και σήμερα.
Από τότε δεν τον ξαναείδα, ούτε στο
φροντιστήριο ούτε και κάπου αλλού. Από τότε πολλά ακούστηκαν γι’ αυτόν, την
ιστορία του καθώς και για τους εμπλεκόμενούς της. Από τότε νέα του μόνο από
κοινούς γνωστούς μάθαινω. Ούτε τα άλλα παιδιά από το τμήμα του έβλεπα. Τι να
πω για τότε… Μάλλον θα τους άλλαξαν τις ώρες μαθημάτων.
Ξέρεις, πως πάντα χρειάζομαι μια
ιστορία για να ξεκινήσω να σου μιλάω για οτιδήποτε μου κατέβει στο κεφάλι. Η
σημερινή μας ιστορία είναι ωστόσο ξεχωριστή. Δεν είναι πρωτότυπη άλλα ούτε
και ευχάριστη. Αποτελεί ίσως το καλύτερο μάθημα. Γι' αυτό θα σε αφήσω να σκεφτείς καλά όσα διάβασες και να
βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου μιλήσω
για τα όσα με δίδαξε αυτή η ιστορία.
Παρατήρησα έναν άνθρωπο να αλλάζει
τελείως, από τα μουσικά του γούστα μέχρι τη συμπεριφορά του. Αυτό μου
επιβεβαίωσε και μια γενικότερη πεποίθηση που είχα, πως δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει, όχι όμως
ηθελημένα. Αλλάζουμε διερχόμενοι μόνο
από έντονες συναισθηματικές καταστάσεις.
Πρόκειται για αλλαγές ανάγκης τρόπον
τινά – όχι θέλησης – και αυτές είναι
συνήθως προς το χειρότερο. Από τότε κατάλαβα, πόσο μεγάλο πράγμα είναι να
καταφέρνεις να δημιουργείς συναισθήματα στους άλλους, το οποίο δεν μπορώ παρά
μόνο να το επαναλαμβάνω.
Κάποια πράγματα στον τρόπο
αντιμετώπισης των ανθρώπων, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά το τέλος διάφορων
καταστάσεων, θα ήταν πολύ βολικά. Ωραίο θα ήταν να μπορούσαμε να παρατηρήσουμε
τον εαυτό μας ως ουδέτεροι, σε γεγονότα με ανθρώπους όπως είναι και όχι όπως τους
βλέπουμε – θολά ή με παρωπίδες. Απόρροια του ερωτικού
κολλήματος είναι κι αυτή όμως. Καλό θα ήταν να μπορούσαμε να «ξεκολλήσουμε» εύκολα ή τελείως, όποτε
χρειάζεται, τη σκέψη για άλλους ανθρώπους από το μυαλό μας. Να βλέπαμε
φωτογραφίες τους (ζούμε στην ψηφιακή εποχή, ο καθένας μπορεί να σε βρει στο διαδίκτυο)
αλλά να μην αναφωνούσαμε: «Δεν γίνεται να
μου αρέσεις τόσο πολύ…». Κι όμως γίνεται, τόσο κι άλλο τόσο. Γιατί τα αισθήματα είναι
ανεξέλεγκτα. Δε φαντάζεσαι πόσο ανακουφιστικό θα ήταν να μπορούσες να μείνεις
σε αυτή την ομολογουμένως δύσκολη παραδοχή και να μη χρειάζεται να κάνεις
τίποτα άλλο. Να μη χρειαστεί ποτέ να πεις: «Τι
κρίμα που δεν μπορούμε να είμαστε μαζί…».
Το βολικότερο όλων όμως θα ήταν ένα.
Στο Facebook και
σε άλλα social media,
υπάρχουν κουμπιά με τα οποία μπορείς να «σβήσεις»
από τις επαφές σου κάποιον άλλο χρήστη. Στα κινητά μπορείς πάλι να «σβήσεις» κάποιον αριθμό από τις επαφές
σου. Μπορείς ακόμα να διαγράψεις φωτογραφίες
τόσο από αυτό, όσο και από οποιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης
(φωτογραφικές μηχανές, υπολογιστές). Αν είσαι πάλι κλασικός τύπος μπορείς να
πάρεις τις φωτογραφίες και να τις κάψεις ή να τις σκίσεις. Μα κι όλα αυτά να
κάνεις, δεν μπορείς να «σβήσεις» την
ανάμνηση κάποιου ανθρώπου, ότι κι αν σου έκανε, γιατί δυστυχώς στο μυαλό δεν
υπάρχουν κουμπιά διαγραφής. Αυτό
έπαθε και ο φίλος της ιστορίας μας. Όσα χαρτιά με στίχους κι αν έκαψε, όσες
φωτογραφίες και αν έσκισε, δεν μπόρεσε να ξεχάσει.
Ο μόνος δρόμος λοιπόν που του
απόμεινε ήταν εκείνος της φυγής. Τι κι αν τα πάντα του θύμιζαν το χτες, τίποτα
πια δεν ήταν το ίδιο. Η απουσία ενός ανθρώπου αποτελεί ίσως τη
μεγαλύτερη έμπνευση για καινούργιες κατακτήσεις (ή απογοητεύσεις). Θα ξέρεις
άλλωστε πως το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σε απασχολεί, όταν μια πόρτα
κλείνει, είναι ο θόρυβος που κάνει. Φεύγοντας λοιπόν είμαι σίγουρος πως έμεινε
με την απορία σχετικά με το τι ψάχνουν οι κοπέλες στις μέρες μας. Μια άκρως δικαιολογημένη απορία με βάση τη «παράλογη» συμπεριφορά του, αφού η κοπέλα εκείνη δεν του αναγνώρισε
ποτέ τίποτε απ’ όσα έκανε. Αντί δηλαδή να τη στείλει στο δρόμο που της πρέπει τον αγύριστο, όπως ο Νότης, τον ακολούθησε ο
ίδιος. Άλλαξε συνήθειες, φίλους και ζωή
όπως ο Νίκος Βέρτης αλλά τουλάχιστον είχε την ευκαιρία του να της πει: «Κοίταξέ με, φεύγω…» όπως ο Τσαλίκης. Αν
τον ρωτούσες σήμερα, μάλλον θα σου απαντούσε, πως τότε εκτός των άλλων έχασε και κάτι
ακόμα πολύ σημαντικό – τον χρόνο του.
Κι
αν τον βρεις κάπου κάποτε, σίγουρα θα είναι τα χαράματα. Θα τον πετύχεις να
γυρνάει από κάποιο νυχτερινό μαγαζί έχοντας παίξει άφθονο λουλουδοπόλεμο, αφού είχε ήδη
καταναλώσει αρκετά μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Μπορεί ακόμα να τον ακούσεις να
τραγουδάει: «Είπες για το Νίκο ούτε που
σε νοιάζει, κι έφυγες…», κι ας μην τον λένε Νίκο (αυτό είναι το μόνο
σίγουρο). Θα τον καταλάβεις από το περπάτημά του αλλά κυρίως από το βλέμμα του.
Αν τον δεις από μακριά σχεδόν βέβαια θα πεις κάτι του τύπου: «αυτό το παιδί πρέπει να τραβάει μεγάλο πόνο». Αν τον γνωρίσεις ωστόσο θα σου
δώσει άλλη εντύπωση. Μην μπερδευτείς όμως, η πρώτη σου γνώμη δεν ήταν
λανθασμένη.
Το
όνομα του;
Δεν
θα σου το αποκαλύψω. Γιατί μέσα από τη συμπεριφορά του και τις αδυναμίες του
μπορεί να καταφέρεις να διακρίνεις σημάδια του εαυτού σου.
Αυτός ο θλιμμένος τυπάκος θα μπορούσε να είσαι εσύ. Θα μπορούσα να είμαι κι
εγώ, αν κι αυτό είναι παράλογο, αφού σου διηγήθηκα την ιστορία του. Αν απορείς
για το πώς ξέρω τόσα πράγματα γι’ αυτόν, αφού έχω να τον δω δύο χρόνια ακριβώς,
σου απαντώ, πως όσα έγιναν μετά από εκείνο το απόγευμα μου τα έχουν πει κοινοί
γνωστοί κι εγώ ευθύνομαι μόνο «διά τήν ἀντιγραφήν» τους όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο «Όνειρο στο κύμα».
Σε
κάθε περίπτωση το κείμενο αυτό είναι γραμμένο πρώτα για εκείνη την κοπέλα που στεναχώρησε το φίλο μας και φυσικά για εκείνον. Το παιδί αυτό που είχε
ένα και μοναδικό παράπονο: Όλοι του λέγανε, πως ήξερε να ζωγραφίζει, αλλά
εκείνος παραδεχόταν πως δεν μπορούσε να τραβήξει ούτε μια ίσια γραμμή.
Συνήθιζε
να λέει:
«Ακόμα κι αν δεν ξέρεις να ζωγραφίζεις
ούτε με πινέλα ούτε με πένες, ούτε είσαι καλός στο σχέδιο, κάτι που θα σε
αποτρέψει από το να ακολουθήσεις κάποιο φανταχτερό επάγγελμα όπως εκείνο του
αρχιτέκτονα ή του πολιτικού μηχανικού, μπορείς πάντα να κάνεις αυτό που ξέρεις
καλύτερα: Να ακούς τους άλλους και να εκφράζεις όσα αισθάνεσαι.»
Αυτό
είναι που χρειάζονται οι ερωτικά κολλημένοι
άνθρωποι, κάποιον άλλο άνθρωπο δηλαδή για να τους ακούσει. Δεν μπορώ να σου
απαντήσω με σιγουριά, στο προβληματισμό που σου έθεσα στην εισαγωγική παράγραφο. Δεν ξέρω
αν αξίζει ή όχι στη δική σου περίπτωση, γιατί τις δικές μου απαντήσεις τις έχω
δώσει εδώ και πολύ καιρό. Ξέρω όμως ότι τη λύση σε αυτό το πρόβλημα μπορείς να
τη δώσεις μόνο εσύ και όχι κάποιος Βασίλης, κάποια ιστορία ή κάποιο blog. Αν καταφέρεις και δώσεις απαντήσεις στη δική σου
ιστορία, θα καταλάβεις τελικά αν άξιζε ή όχι.
Όπως
και τότε τα γενέθλια μου πέρασαν σε δεύτερη μοίρα αλλά δεν πειράζει. Θα χαρώ να
δω πως μπήκες στο κόπο να μου πεις κάποια ευχή, είτε εδώ, είτε στο Facebook, είτε στο κινητό, είτε προσωπικά.
Κι
αν έχεις όρεξη μπορείς να βάλεις στον τοίχο μου στο Facebook κάποιο
τραγούδι, όπως τα «Γενέθλια» του
Νότη, το «Δώδεκα και ένα» του
Μακρόπουλου ή ακόμα καλύτερα «Αυτό το αστέρι» του Οικονομόπουλου. Εντάξει μπορεί πολλά μαλλιά να μην έχω για να
τα στολίσω με «αυτό το αστέρι» που
θέλεις να μου φέρεις ως δώρο αλλά τουλάχιστον θα εκτιμήσω την προσφορά.
Να
κάνω τέλος μια γενική ευχή. Εύχομαι να βρείτε όλοι σας εκείνο το αστέρι, που
έψαχνε και το παιδί της ιστορίας μας, να το ψάξετε και να το κρατήσετε.
Να
είστε όλοι καλά.
Υ.Γ.
Ορισμένοι δεν σταμάτησαν ποτέ να με προκαλούν είτε με τα λόγια τους είτε με τις
πράξεις τους. Συνεχίστε να το κάνετε, έχετε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να γραφτεί
το επόμενο επεισόδιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου