Μια αλλιώτικη μοναξιά


«Αυτό που υπάρχει πίσω μας και αυτό που υπάρχει μπροστά μας είναι μικροπράγματα σε σχέση με αυτό που υπάρχει μέσα μας» – Ralph Waldo Emerson

Αλήθεια, άραγε, ποιος μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια και καθολικά αυτό που υπάρχει μέσα μας; Εδώ καλά – καλά για τον εαυτό του δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ξέρει εξ’ ολοκλήρου όλα εκείνα που συνθέτουν τον εσωτερικό του κόσμο. Δύσκολα κανείς μπορεί να περιγράψει στους άλλους την πόση ένταση έχει η ζωή του. Η δική του ζωή, όχι κάποιου άλλου. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι ένα εγχείρημα, όπως εκείνο του αρχικού μας ερωτήματος, μάλλον φαντάζει ακατόρθωτο. Ίσως και αδιάφορο για άλλους. Πού όμως το πάω;

Σάββατο βράδυ. Έχεις βγει έξω με παρέα σε ένα από τα πιο δημοφιλή μαγαζιά της πόλης. Ο χώρος είναι γεμάτος και πολλή το «στριμωξίδι». Βλέπεις πολλές φάτσες, άλλες χαρούμενες, άλλες κουρασμένες, άλλες αδιάφορες και πάει λέγοντας. Φάτσες που είναι πολύ πιθανό να μην ξαναδείς ποτέ σου. Όμως τίποτα δεν σε απασχολεί εκείνη την ώρα, παρά μόνο να πιείς το ποτό σου, να περάσεις καλά και τελικά να γυρίσεις στο σπίτι σου. Πράγμα, που φυσικά γίνεται, αφού πρώτα περπατήσεις στον άδειο δρόμο της γειτονιάς σου ώστε να φτάσεις εκεί. Εκείνη την ώρα το μυαλό σου βομβαρδίζεται από σκέψεις. Ίσως γι’ αυτό να φταίει λίγο η ζάλη του ποτού, ίσως το ότι δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Και όταν στο τέλος έρχεται η ώρα να πέσεις για ύπνο, πάλι μέχρι να αποκοιμηθείς, σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό σου.

Βλέπεις, υπό αυτή την έννοια δεν είμαστε ποτέ μόνοι, από τη στιγμή που πάντα θα υπάρχει εκείνη η φωνούλα στο κεφάλι μας, την οποία άλλοτε ακούμε σε χαμηλή ένταση μέσα σ’ αυτό και άλλοτε βοά λες και πάει να το σπάσει. Ακόμα δηλαδή κι όταν δεν βρίσκεται κάποιος άλλος στο χώρο, δεν είμαστε μόνοι μας, γιατί έχουμε τον εαυτό μας. Δεν πρόκειται όμως για κάποια ξεχωριστή οντότητα. Στην πραγματικότητα κουβαλάμε μαζί μας το δικό μας φορτίο· αυτό που είμαστε, αυτό που υπάρχει μέσα μας και που για τη διαμόρφωσή του σημαντικό ρόλο έπαιξαν τόσο εκείνα που βρίσκονται πίσω μας, όσο κι εκείνα που πρόκειται να βρεθούν μπροστά μας. Κι απ’ αυτό εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ό,τι κι αν κάνουμε, αφού όπως γράφει ο Ernest Hemingway: «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο».

Αν κανείς ψάχνει την πιο κατάλληλη παρομοίωση του ανθρώπινου μυαλού και των λειτουργιών του με κάτι, τότε το ιδανικότερο «κάτι» είναι μια μεγαλούπολη. Φαντάσου μια πολύ μεγάλη και θορυβώδη πόλη, η οποία πραγματικά δεν ησυχάζει ακόμα και όταν κοιμάται. Μια πόλη στην οποία διαδραματίζονται πολλά σκηνικά, με κάποια απ’ αυτά φυσικά να’ ναι ευχάριστα ενώ αντίθετα κάποια άλλα δυσάρεστα. Μια πόλη στην οποία άλλοτε επικρατεί χάος και άλλοτε η απόλυτη τάξη. Μια πόλη που έχει τους δικούς της ρυθμούς και τη δική της λογική. Μια πόλη που τη μια αισθάνεσαι ότι σε «ρουφάει» και την άλλη ότι σε συναρπάζει. Όλα αυτά (και πολλά ακόμα) τα έχει (ή τα κάνει) το ανθρώπινο μυαλό.

Μ’ αυτό θέλω να πω, πως κάθε μυαλό είναι ιδιαίτερο και μοναδικό. Δεν σκεφτόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, ούτε φυσικά εκφραζόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Είμαστε διαφορετικοί, ακόμα κι όταν μοιάζουμε. Eίναι κι αυτό ένα είδος μοναξιάς. Είναι όμως και το ωραίο με τις ανθρώπινες σχέσεις, όταν όλα αυτά τα «διαφορετικά» συναντιόνται για να σχηματίσουν το «κοινό». Είναι, ξέρεις, μαγική η λέξη «κοινός» για τις ανθρώπινες σχέσεις. Για παράδειγμα τα «κοινά ενδιαφέροντα», οι «κοινές ιδέες», οι «κοινές εμπειρίες», είναι μόνο μερικές από τις χρήσεις της. Αυτή όμως είναι και η επιτομή του «μαζί».

Όταν λείπει το «κοινό», εκείνο το αμοιβαίο στοιχείο σε μια σχέση με άλλους ανθρώπους, τότε τι να το κάνεις που είμαστε μαζεμένοι όλοι σε ένα χώρο. Μόνοι μας είμαστε στην πραγματικότητα. Εμείς και ο εαυτός μας. Κι αυτό, για μένα, είναι το χειρότερο είδος μοναξιάς αλλά και απογοήτευσης. Είναι η μοναξιά του μυαλού που τίποτα δεν μπορεί να το «αγγίξει». Το να βρίσκεται δηλαδή κανείς σε χώρους με άλλους ανθρώπους όπου ωστόσο δεν είναι δυνατό οι σκέψεις τους να συναντηθούν (αυτό που υπάρχει μέσα τους) σε κοινό έδαφος. Ακόμα και μέσα στις παρέες μας, μπορεί στ’ αλήθεια να είμαστε μόνοι, καθότι συμβαίνει για κάποιο λόγο οι σκέψεις μας ξαφνικά να παύουν να εκπέμπουν στις ίδιες συχνότητες. Γνωρίζω ωστόσο, πως αυτή η βαθιά επαφή μυαλού με μυαλό αν και θεμιτή, είναι ανά περίπτωση από δύσκολη έως ακατόρθωτη (μη σου πω και μη ρεαλιστική πολλές φορές).

Πιστεύω λοιπόν πως σ΄ αυτό το σημείο περισσότερο εντοπίζεται η ουσία της «μοναξιάς» και όχι στην φυσική παρουσία ή μη άλλων ανθρώπων. Σίγουρα και αυτή παίζει ρόλο. Όταν όμως εκείνη δεν συνδυάζεται με αυτή τη συνάντηση των σκέψεων μας στο «κοινό», τότε είναι  κενή και αναπόφευκτα θα πάρει το δρόμο που της αρμόζει. Το μυαλό μας βέβαια με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα συνεχίσει το μοναχικό του ταξίδι μέσω των σκέψεων που γεννά, αναλύει και συλλέγει. Ένα ολόδικό μας μοναχικό ταξίδι εξερεύνησης, που τα μέρη του θα μπορέσουν να γνωρίσουν οι άλλοι, μόνο αν οι ίδιοι το επιτρέψουμε.

Λέγεται ότι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει κανείς ένα κείμενο είναι με ένα γνωμικό. Σας αφήνω λοιπόν με το εξής:

«Δεν πρέπει να πάψουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος όλης της εξερεύνησής μας θα είναι να φτάσουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά» – T. S. Eliot

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη σταματάς

Το εμπόδιο είναι ο δρόμος

Εσένα τι σε κρατάει πίσω;