Χωρισμός – ταξίδι στη χώρα των παθών

Σας προειδοποιώ. Παρακάτω ακολουθούν έντονες αναφορές σε καψούρα, πίκρες και αλκοόλ. Φίλοι χωρισμένοι ή μη κρατηθείτε γερά.


Πάλι απίστευτα πράγματα ζήσαμε!

Πολλή καλησπέρα σας,

Σάββατο, λίγο μετά τις 9.30 πμ.  Σηκώνομαι από το κρεβάτι κρατώντας το κεφάλι μου και προσπαθώντας να θυμηθώ τι συνέβη πριν μόλις λίγες ώρες. Γύρναγα το σπίτι. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα με βοήθησε πολύ. Κορμιά χυμένα σε καναπέδες, μισοάδεια μπουκάλια κρασί, ποτήρια γεμάτα μέχρι πάνω από αλκοόλ. «Πάλι τα ήπιαμε», λέω. Η γεύση του ποτού ακόμα ήταν στα χείλη μου και ο πονοκέφαλος φυσικά ήταν γνώριμα αφόρητος.

Ήταν Σάββατο πρωί που λες και το βράδυ θα ακολουθούσαν τα καλύτερα. Θα πηγαίναμε να ακούσουμε τον τεράστιο Νίκο Μακρόπουλο. Ας πάμε όμως κοινότυπα από την αρχή. Την Παρασκευή το μεσημέρι επιβιβάστηκα στο ΚΤΕΛ, για να πάω στο Βόλο. Ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο χώρισε, κάτι που δεν μπορεί παρά μόνο θλίψη να μου προκαλεί. Το ξέρω, αυτή η ανέκδοτη (μέχρι πρότινος) προσωπική ιστορία μπορεί να μην ενδιαφέρει και πολλούς, αλλά χρειαζόμουν ένα παράδειγμα. Κάτι το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο στους νέους (και στη ψυχή ακόμα) ανθρώπους.

Για να μην το κουράζω με άχρηστες λεπτομέρειες, φτάνω στην πόλη του Βόλου το απόγευμα και από εκεί και πέρα ξεκινά το βράδυ μου. Ένα βράδυ που περιείχε ηλεκτρονικά, γέλια, παρέα χορό και φυσικά πολύ αλκοόλ. Πάρα πολύ. Μέχρι που φτάνει το πρωί. Και αντικρίζω όλα αυτά. Ήξερα όμως τι με περίμενε. Ο καθένας μας το ήξερε.

Μετά από μια ταραχώδη αλλά ευχάριστα κουραστική μέρα, έρχεται η ώρα που μαζί με την εκλεκτή μας παρέα πηγαίνουμε στο νυχτερινό κέντρο όπου θα εμφανιζόταν ο Μακρόπουλος. Μπαίνουμε μέσα και καθόμαστε στο τραπέζι μας, το οποίο ήταν και εξαιρετικά αν μη τι άλλο προνομιούχο. Πρώτη ερώτηση που μας κάνει ο μετρ: «Grants ή Ballantines;». Για την επιλογή μεταξύ του Grants και του ευγενέστερου ουίσκι του Ballantine (Ballantines Finest), δεν είχα κανένα ενδοιασμό. «Ballantines», λέω κι η παρέα συμφωνεί. Εν τέλει το μαγαζί μας φέρνει το σύνολο 6 μπουκάλια Dewar’s White Label, μοιρασμένα σε 2 τραπέζια. (για τους καλούς πελάτες ήταν αυτά).
            
Με τα πολλά βγαίνει και ο Νικόλας στην πίστα και το πρώτο τραγούδι που μας λέει είναι το «Απόψε Χωρίζω». Λέω εγώ τότε «Ωπ, εδώ είμαστε!». Στο τραπέζι μας υπήρχαν 2-3 χωρισμένοι (συγχωρήστε με, δεν θυμάμαι καλά), κάνα δυο ελεύθερα παιδιά, κάποιοι δεσμευμένοι και εγώ ο μόνιμα ερωτευμένος (Πάνος Κιάμος). Στο διπλανό μας τραπέζι δεν ξέρω τι γινόταν, γιατί εγώ νεοφερμένος στην παρέα ήμουν, Αθηναίος γαρ. Μόνο λίγους ήξερα από το τραπέζι μας, εδώ και κάποιο καιρό ενώ τους υπόλοιπους τους γνώρισα εκείνο το βράδυ. Κακό λόγο δεν θα πω όμως για εκείνους. Όλοι τους είναι μορφές.

Εν κατακλείδι χορέψαμε πολύ, τραγουδήσαμε πολύ και ήπιαμε για άλλο ένα βράδυ ακόμα πιο πολύ. Άλλοι για τους καημούς τους, άλλοι για την παρέα. Αλλά το περίεργο ήταν, ότι εγώ, που θεωρητικά ήμουν ο πιο χαρούμενος της παρέας, ήπια κοντά το ένα μπουκάλι μόνος και χωρίς να το αλλοιώσω σαν ποτό. Κρατήστε το αυτό θα μας χρειαστεί.

Αφού τελειώνει το πρόγραμμα, το παρεάκι μεταφέρεται σ’ ένα από τα πιο μεγάλα κλάμπ της πόλης, καθώς το άλλο το επισκεφθήκαμε χτες. Εκεί τα ίδια πράγματα: χορός, τραγούδι, φιλιά, φασώματα (όχι για τους χωρισμένους, να είμαστε ειλικρινείς). Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Φεύγουμε από εκεί κατά τις 7.30 το πρωί. Εγώ κάθισα κάποιες ώρες σπίτι και πήρα ύστερα το δρόμο της επιστροφής, γεμάτος πίκρα που έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα.

Σας θυμίζουν κάτι αυτά; Εγώ είμαι σίγουρος πως πολλοί χωρισμένοι έχουν βιώσει παρόμοια σκηνικά. Το σημερινό μας άρθρο λοιπόν αυτό προσπαθεί να εξηγήσει. Πλέον επίκαιρο το προκείμενο ζήτημα μα κι αρκετά πολύπλοκο. Όλοι στις φωτογραφίες ήμασταν χαρούμενοι ή καλύτερα κρύβαμε τις στεναχώριες πίσω από χαμόγελα. Κοροϊδεύαμε το φακό, μα αυτό ήταν το λιγότερο. Κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας. Κανένας δεν ήταν πραγματικά καλά. Κανείς όταν σας λέω. Ο ένας ήταν πικραμένος επειδή χώρισε, ο άλλος επειδή η ζωή του πάει από το κακό στο χειρότερο, ο τρίτος επειδή δεν έφαγε ο σκύλος του το μεσημέρι.

Έρχομαι να σας πω για χωρισμούς ξεκινώντας όπως πάντα κοινότυπα. Κανένας τους δεν είναι ελαφρύς. Είτε σχετίζεται με φίλους είτε με έρωτες. Το ερώτημα που εγείρεται ωστόσο είναι το εξής: «Γιατί άραγε μας πληγώνει τόσο πολύ ένας χωρισμός;». Κάποιοι από τους «επιστήμονες» της ζωής, που τυχαίνει να γνωρίζω λένε πως η απάντηση είναι πολύ απλή. Εγώ σας λέω όμως όχι. Δεν είναι.

Τι είναι άραγε που μας λείπει μ’ ένα χωρισμό; Είναι η σάρκα; Είναι ο χαρακτήρας; Είναι η ασφάλεια; Πολλές ερωτήσεις σε μια συντακτική περίοδο και αν ήμασταν στην Γ' Λυκείου η καθηγήτρια θα με μάλωνε. Είναι νομίζω όλα αυτά κι άλλα τόσα. Και αυτό γίνεται βεβαιότητα γιατί από καταβολής κόσμου ο άνθρωπος τείνει να ξεχνά. Οι άνθρωποι είμαστε όντα επιλήσμονα. Προφανώς μια ευχάριστη κατάσταση που φεύγει και ίσως ανεπιστρεπτί είναι πολύ βαριά για να την επεξεργαστεί το ανθρώπινο θυμικό.

Δεν είμαι νευρολόγος για να μπορέσω να σας εξηγήσω τις διεργασίες που συντελούνται στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ούτε ποτέ θα πάρω πτυχίο ψυχολόγου, παρά μόνο μπορώ να μάθω πολλά για αυτή την επιστήμη μέσω του επαγγέλματος που θα ακολουθήσω. Έχω ζήσει όμως πολλά πράγματα (μεγάλη κουβέντα, αλλά αληθινή) και έχω νιώσει τόσο καταρρακωμένος για θέματα που δεν άξιζαν έστω ελάχιστο.

Στο προηγούμενο άρθρο σας μίλησα για την αυτοπεποίθηση. Νομίζω πως εκείνο μπορεί να εξηγήσει καλύτερα γιατί οι άνθρωποι, καθότι όντα αδύναμα κατά τον Πρωταγόρα, παίρνουν τόσο βαριά ψυχολογικές καταστάσεις τέτοιου είδους. Λείπει η πεποίθηση πως μπορούμε να ξεφύγουμε από το ψυχολογικό σκόπελο και να ζήσουμε χωρίς έναν άνθρωπο, που ναι μεν περάσαμε όμορφα μαζί του αλλά δε για ποικίλους (είτε σοβαρούς, είτε ασήμαντους) λόγους είναι μακριά μας. Λείπει η πίστη στον εαυτό μας – άρα αυτοπεποίθηση.

Ο χωρισμός βέβαια δεν είναι μόνο θέμα αυτοπεποίθησης αντίθετα με την αντίδραση που ο καθένας εκδηλώνει σ’ αυτόν, η οποία αναμφισβήτητα είναι. Χωρισμός μπορεί να σημαίνει ασυμφωνία, μπορεί να σημαίνει συμβιβασμό και άλλα πολλά. Αλλά όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Το «Μάλλον χώρισα ρε!» που μου είπε ο κολλητός μου, μέχρι το «Πίνω ρε, για να μπορώ να ταυλιαστώ στο κρεβάτι!» του κοντινού προσώπου που επισκέφθηκα δεν απέχει και πάρα πολύ. Και λογικά κρίνοντας και στις δύο περιπτώσεις χωρισμό έχουμε. Το ποτό δε θα φέρει κανέναν άνθρωπο πίσω. Θα δώσει όμως μια ψευδαισθητική ευφορία και το κεφάλι (αναλόγως με τον άνθρωπο) θα ξεφύγει από τις πικρές ομολογουμένως σκέψεις. Το μόνο που μένει μετά το πέρας της επήρειάς του είναι ο δυνατός πονοκέφαλος, ο πονόκοιλος και η θλίψη πως η μόνη σου συντροφιά είναι ένα γυάλινο άδειο μπουκάλι.

Οι άνθρωποι όμως επιμένουμε γιατί έτσι είμαστε από τη φύση μας. Ακούω συχνά πυκνά τη φράση «Αφέσου και ακολούθα την καρδιά σου…». Και λέω πως αυτό είναι που μας έχει καταστρέψει όλους. Γιατί βέβαια είναι πάντα εύκολο να ακολουθείς την καρδιά σου χωρίς να την αμφισβητείς, αλλά όταν βάζεις το μυαλό σου και την ελέγχεις ξέρεις πόσο εμμένον όν μπορείς να γίνεις.
  
«Λοιπόν, φίλε μου καλά τα λες για τα ποτά και τις εμμονές, αλλά δεν μας είπες γιατί έπινες εσύ;». Καλή ερώτηση. Για τα κολλήματα με αναγκάζει η καθημερινότητα μου να μιλήσω αλλά έχω σκοπό να το κάνω αυτό σε μια άλλη μελλοντική μας κουβέντα. Όσο για το ποτό, μπορείς να πεις πως και εγώ είμαι ένα από τα αδύναμα όντα του κόσμου μας, άσχετα αν καταφέρνω να το αναγνωρίζω συχνά πυκνά. Πιο πολλές ώρες στο ταξίδι μου πέρασα πιωμένος παρά νηφάλιος. Οι υπόλοιποι νόμιζαν πως ήμουν μεθυσμένος και αυτό έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Αλλά ήμουν αρκετά νηφάλιος για να πω όσα ήθελα να τους πω.

Φταίνε και οι καιροί, νομίζω συμφωνείτε. Οι άνθρωποι άλλαξαν τρόπο ζωής, μυαλά και συμπεριφορές. Ανεξαρτήτως φύλου συμβαίνει να φερόμαστε χωρίς να κατανοούμε τα αισθήματα του άλλου. Αλίμονο κι αν δεν συνέβαινε αυτό. Τότε όχι μόνο μπουκάλια Chivas Regal κατεβάζουμε αλλά ολόκληρες κάβες. Θλίβομαι που το λέω αυτό, αλλά πια οι καιροί δεν είναι αγνοί – πότε ήταν να πεις; – και εμείς είμαστε πολύ αδύναμοι για να τους αλλάξουμε. Το πιο βολικό είναι να ακολουθούμε τους ευκολοδιάβατους αλλά μακρινούς δρόμους του ταξιδιού στη χώρα των παθών.

Βόλτες, κλαμπάκια, μπουζούκια, κοπέλες, χορός, γέλια, αστεία, ποτά και καλή παρέα, «ντυμένα» με soundtrack Πάνο Κιάμο και «Νίκησες πάλι», περιγράφουν την μιάμιση μέρα που πέρασα στο Βόλο, με σκοπό η παρέα να ξεχάσει και να προχωρήσει στη ζωή της. Δεν ξέρω αν πετύχαμε πάντως σίγουρα περάσαμε πολύ όμορφα.
              
Γιατρικό για κάποιους εκεί πέρα, που το συνηθίζουν να «κοντράρουν», όπως λέγαμε ο ένας στον άλλο, δεν έχω να τους δώσω. Ούτε βέβαια γιατρικό για το χωρισμό μπορώ βρω για όλους εσάς τους ήρωες που είχατε την υπομονή να φτάσετε μέχρι αυτό το σημείο. Η μόνη μου συμβουλή είναι όλοι πικραμένοι και καψούρηδες ή «ψυχάκηδες» όπως μας είπε ο Νίκος Μακρόπουλος, να παραμείνουν δυνατοί όσο αυτό είναι εφικτό. Και να ξέρουν δύο πράγματα. Πρώτα πως υπάρχουν και χειρότερα και δεύτερον πως αν έβγαζα εγώ αυτοβιογραφικό βιβλίο θα ονομαζόταν «Τι δεν πρέπει να κάνεις για να πετύχεις».

Ελπίζω να μην σας κούρασα. Να θυμάστε πως η ζωή μπορεί να γίνει πιο σκληρή απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Όπως την περιγράφει ο Notis στα «Γενέθλια». Ακριβώς αυτό, τίποτα άλλο. Κλείνοντας η ειρωνεία του πράγματος είναι πως εγώ μιάμιση μέρα μόνο κακό έκανα στην υγεία μου και όμως βγαίνω και σας λέω ότι πέρασα καλά. Ή έτσι νομίζω;

Σας υπερευχαριστώ!

Υ.Γ. Το ποτό βλάπτει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη σταματάς

Το εμπόδιο είναι ο δρόμος

Εσένα τι σε κρατάει πίσω;